Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2025

17.1 Μονή Αγίου Ιωάννη του Βαπτισtή στο Νησί του Αγίου Ιωάννη, Σωζόπολη / Monastery of St John the Baptist at the island of St John, Sozopolis

Το μοναστηριακό συγκρότημα της μονής Αγίου Ιωάννη Προδρόμου.
Άποψη από βορειοδυτικά
Το νησί του Αγίου Ιωάννη
Στα βόρεια της πόλης και σε απόσταση μικρότερη του ενός ναυτικού μιλίου, περίπου, από την ακτή, βρίσκεται ένα βραχώδες μικρό νησί, το οποίο συναντάμε με το όνομα Μεγάλο νησί ή Άγιος Ιωάννης. Πρόκειται για το μεγαλύτερο από τα 3 νησιά που βρίσκονται λίγο έξω από τη Σωζόπολη (τα άλλα δύο είναι ο «Άγιος Πέτρος», στα ανατολικά του Μεγάλου νησιού και το «Μικρό νησί" ή «Άγιος Κήρυκος», δυτικότερα και σε απόσταση 300 μέτρων από την ακτή). 
Το όνομα Μεγάλο νησί, το πήρε, προφανώς, επειδή είναι το μεγαλύτερο από τα άλλα νησιά, ενώ το όνομα Άγιος Ιωάννης οφείλεται στην ύπαρξη σ' αυτό της μονής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. 

Πρώιμη ιστορία και τεκμήρια
Αν και η ιστορία της μονής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου είναι μια από τις καλύτερα τεκμηριωμένες μεταξύ των μεσαιωνικών μοναστηριών κατά μήκος της δυτικής ακτής της Μαύρης Θάλασσας γενικότερα, η εποχή ίδρυσής της εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές της περιόδου 1985-1989 έχουν αποδείξει ότι η παλαιότερη εκκλησία που χτίστηκε εκεί ήταν μια τρίκλιτη βασιλική με ιερό με μία αψίδα, που χρονολογείται στα τέλη του 5ου-6ου αιώνα. 

Ο Μιχαήλ Δούκας Γλαβάς ο Ταρχανειώτης ως κτήτορας
Η παλαιότερη τεκμηριωμένη αναφορά γίνεται σε ποίημα του Μανουήλ του Φιλή, με τίτλο "Εις τα του πρωτοστράτορος εκείνου του θαυμαστου στρατηγήματα", όπου εγκωμιάζεται ο πρωτοστράτορας Μιχαήλ Δούκας Γλαβάς ο Ταρχαvειώτης, ο οποίος απελευθέρωσε τη Σωζόπολη από τους Βούλγαρους το 1263 (ο ίδιος θα την ξαναπελευθερώσει από τους ίδιους κατακτητές το 1304). Ο Ταρχανειώτης παρέμεινε αρκετό καιρό στη πόλη, διοικώντας την, και τότε βρήκε, στο Μεγάλο νησί, σε κακή κατάσταση, τη μονή του Προδρόμου. Όπως, χαρακτηριστικά, αναφέρεται και στο ποίημα: "καντεύθεν ευρών την μονήν του Προδρόμου σμικράν, πνιγηράν, δυστυχή παρ᾽ αξίαν, ην είχεν εξάς ευτελών μονοτρόπων, ούτω καλήν έδειξεν, ως ήδη βλέπεις, και την προ μικρού Νησίον καλουμένην εις νήσον αβράν εξαμείψας ευρέθη ουκ ην γαρ εικός τον προφήτην τον μέγαν έρημον οικείν και μετά πότμον τόπον". Βρίσκοντάς την διαλυμένη, άσημη, σε πλήρη παρακμή, έκρινε, ότι δεν έπρεπε η μονή, η αφιερωμένη στο "μέγα Προφήτη", όπως αναφέρει, να βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση και, έτσι, την ανοικοδόμησε εκ βάθρων, πιθανότατα αμέσως μετά την ανακατάληψη της πόλης το 1263. Όμως, δεν υπάρχουν στοιχεία για το παρελθόν της μονής, πότε και από ποιόν κτίστηκε και ποια η ιστορία της. Πάντως εικάζεται, ότι η μονή αυτή, προηγουμένως ονομαζόταν μονή Παναγίας του Καλέως. 

Ο Ταρχανειώτης και ο μοναχός Κοσμάς - μετέπειτα Πατριάρχης Ιωάννης ΙΒ´
Την ίδια εποχή ο Ταρχανειώτης θα συναντήσει και θα γνωρίσει στη Σωζόπολη έναν μοναχό, τον Κοσμά, τον οποίο θα συστήσει στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγο. Ο Κοσμάς, χάρη στη γνωριμία του με τον Πρωτοστράτορα, θα βρεθεί στη Βασιλεύουσα, ως ηγούμενος της μονής της Θεοτόκου στη Χάλκη και θα γίνει ο πνευματικός του αυτοκράτορα. 
Το 1293 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης, ως Ιωάννης ΙΒ' Κοσμάς. Το 1299 διαφώνησε με τον Ανδρόνικο, κυρίως, για τον γάμο της ανήλικης κόρης του αυτοκράτορα, της πενταετούς(!) Σιμωνίδας με το Κράλη των Σέρβων Μιλούτιν. Τον Ιούνιο του 1303 παραιτήθηκε από το θρόνο και επέστρεψε στη γεννέτειρά του Σωζόπολη, ως μοναχός στη μονή Προδρόμου. 

Οι κώδικες Πάτμου 770 και Πατριαρχείου Ιεροσολύμων 276
Οι επόμενες πληροφορίες για τη μονή Προδρόμου προέρχονται από κώδικα που γράφτηκε το 1613, από τον μοναχό Θεοδόσιο, μετέπειτα μητροπολίτη Μηδείας και Σωζοπόλεως (1623-1636), στη μονή του Προδρόμου και μετά την καταστροφή της μεταφέρθηκε στη μονή της Παναγίας Καμαριώτισσας στη Χάλκη. Τον κώδικα αυτό αντέγραψε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος και το αντίγραφο υπάρχει ως κώδικας 276 της παλαιάς πατριαρχικής συλλογής των Ιεροσολύμων. Τον κώδικα της Χάλκης αγόρασε, περίπου το 1865, από παλαιοπώλη στο Σταυροδρόμι της Κωνσταντινουπόλεως, ο Ιωάννης Σακκελίων και δημοσίευσε ένα τμήμα του (ένα χρυσόβουλλο του Ιωάννου Ε' Παλαιολόγου, ένα αργυρόβουλλο του Ιωάννου Ζ' Παλαιολόγου και ένα πατριαρχικό γράμμα του Διονυσίου Α' ), το 1885. Ο Λάμπρος Καμπερίδης τον βρήκε στη βιβλιοθήκη της μονής τον Αγίου Ιωάννου τον Θεολόγου της Πάτμου, με τον αριθμό 770 και τον δημοσίευσε. Πιστεύει, πως στην Πάτμο ο κώδικας βρέθηκε μετά τον θάνατο του Σακκελίωνος. Εκτός από την έκδοση τμήματος του κώδικα από τον Σακκελίωνα, μεγάλο μέρος του εξέδωσε ο Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, στα Βυζαντινά Χρονικά Πετρουπόλεως, το 1900 (10 από τα 16, συνολικά κείμενα που υπάρχουν στον κώδικα). Ωστόσο, ολόκληρο τον κώδικα τον εξέδωσε ο Λάμπρος Καμπερίδης. 

Ο κώδικας Πάτμου 770
Περιλαμβάνει 2 αυτοκρατορικά έγγραφα (ένα χρυσόβουλλο και ένα αργυρόβουλλο) και 14 πατριαρχικά έγγραφα (γράμματα, σιγγιλιώδη γράμματα), σύνολο εγγράφων 1646. Πρόκειται για έναν πολύτιμο κώδικα, αφού, περιέχει επίσημα κείμενα για τη μονή και, ταυτόχρονα, αποτελεί την μοναδική πηγή πληροφοριών γι' αυτήν, από το 1363, δηλαδή, περίπου εκατό χρόνια μετά την αναστήλωσή της, ως το 1609, περίπου δύο δεκαετίες προ της καταστροφής της. 

Χρυσόβουλλο του Ιωάννη Ε´ Παλαιολόγου (1363), οι μονές Αγίων Αποστόλων, Κηρύκου και Ιουλίττης και Παναγίας του Καλέως
Το πρώτο, χρονολογικά, κείμενο είναι το χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε Παλαιολόγου. Πρόκειται για "χρυσόβουλλο λόγο", με ημερομηνία 27 Ιουλίου, Ινδικτιών α' , έτος 6871 από κτίσεως κόσμου (1363 μ.Χ.). Σ' αυτό ο αυτοκράτορας αναφέρεται, καταρχήν, στη μονή των Αγίων Αποστόλων και των Δισμυρίων Μαρτύρων, που ανέγειρε ο θείος του Αθανάσιος Παλαιολόγος στη Σωζόπολη και είχε αποκτήσει διάφορα κτήματα, αλλά είχε και δικαιώματα επί των Αρμενίων της πόλης. Αναφορικά μ' αυτούς, πρέπει να σημειωθεί, ότι βρέθηκαν στη Σωζόπολη, κατά πάσα πιθανότητα, στα χρόνια του Κωνσταντίνου Δ' του Πωγωνάτου (668-685), όταν πραγματοποιήθηκε εγκατάσταση Αρμενίων στη Μακεδονία και στη Θράκη. Εξίσου, όμως, πιθανό είναι η εγκατάσταση των Αρμενίων να έλαβε χώρα τον 10ο αιώνα επί Τσιμισκή, όταν αυτός, μετά από πόλεμο, μετέφερε Αρμενίους στη Θράκη και, κυρίως, γύρω από τη Φιλιππούπολη. Ο Ιωάννης Ε' επικύρωσε στη μονή τη κυριότητα των κτημάτων, που ήδη κατείχε και επιβεβαίωσε την δικαιοδοσία της στους Αρμενίους της περιοχής, προσθέτοντας και τονίζοντας την ανεξαρτησία της από τους κατά καιρούς άρχοντες της πόλης, απαγορεύοντας την όποια επέμβαση σ' αυτή και απαλλάσσοντάς την από φόρους και κάθε είδους εισφορές στο κράτος, όπως ήταν το "αερικό", είδος φόρου από την εποχή του Ιουστινιανού και το "αβιωτίκιο", είδος φόρου που πλήρωναν οι άγαμοι. Επίσης, επικυρώνει στον Αθανάσιο Παλαιολόγο την κυριότητα και μιας άλλης μονής, των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης, την οποία πάντως είχε ήδη παραχωρήσει στον θείο του, με άλλο διάταγμα –άγνωστο σ' εμάς– ο παππούς του αυτοκράτορα. Έτσι, ο Ιωάννης Ε' παρέχει στον θείο του την ιδιοκτησία της μονής των Αγίων Αποστόλων και των Δισμυρίων Μαρτύρων, με όλα τα κτήματά της, καθώς και την μονή των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης, με όλη την περιουσία της. Τις παραπάνω μονές, με το ίδιο χρυσόβουλλο, τις παραχωρεί στην μονή της Παναγίας του Καλέως, που βρισκόταν στο Μεγάλο νησί, ως μετόχια και όριζε η μονή να μείνει ανενόχλητη από τις επεμβάσεις των τοπικών αρχών και του επιχώριου αρχιερέα, αναθέτοντας την ευθύνη της στους μοναχούς και στους ηγουμένους. 
Αναφορικά με την μονή Καλέως, αξίζει να σημειωθεί, ότι πρόκειται για την μονή του Προδρόμου, η οποία προηγουμένως λεγόταν Καλέως και ήταν αφιερωμένη στην Θεοτόκο. Αυτή την ταύτιση θα την δούμε και στην συνέχεια σε σιγίλλιο του Οικουμενικού Πατριάρχη Μητροφάνη. 

Τα δύο τμήματα του χρυσόβουλλου
Το χρυσόβουλλο, όμως, παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα, αφού φαίνεται να αποτελείται από δύο διαφορετικά τμήματα: στο ένα από την αρχή "Επί (sic) η κατά τhν Σωζόπολιν ... ", μέχρι "τον δηλωθέντος περιποθήτον θείον της βασιλείας μου", έχουμε την προσφορά δύο μονών στον θείο του Ιωάννη Ε' και στο δεύτερο: "Αλλά μην και τη ισχύϊ και δυνάμει του παρόντος χρυσοβούλλου ... " μέχρι το τέλος, οι δύο προσφερόμενες μονές αναγνωρίζονται ως εξαρτήματα της μονής του Καλέως, χωρίς να γίνεται λόγος για τον θείο του αυτοκράτορα, Αθανάσιο Παλαιολόγο. Αξιοπρόσεκτο είναι, ότι τη διαπίστωση αυτή δεν την έκαναν, ούτε ο Ιωάννης Σακκελίων, ούτε ο Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, αλλά ο νεώτερος Λάμπρος Καμπερίδης. 
Όντως, διαβάζοντας κανείς το χρυσόβουλλο, υποπτεύεται ότι αποτελείται από δύο διαφορετικά τμήματα. Δημιουργείται η εντύπωση, ότι πρόκειται για συρραφή δύο διαφορετικών χρυσόβουλλων σ᾽ ένα κείμενο. Αν μάλιστα, δούμε και τις ημερομηνίες, είναι σχετικά εύκολο να διαπιστώσουμε, ότι το πρώτο μέρος προηγείται χρονικά του δεύτερου. Σημαντικό στοιχείο γι' αυτή τη διαπίστωση είναι το όνομα του Αθανασίου Παλαιολόγου. Πρόκειται, πιθανότατα, για τον ίδιο στον οποίο έστειλε ο Νικηφόρος Γρηγοράς επιστολή το 1333. Από το περιεχόμενο της επιστολής πληροφορούμαστε, ότι ο Αθανάσιος Παλαιολόγος ζούσε μακριά από την Κωνσταντινούπολη και δεν ήταν πάντα ενήμερος για τις εξελίξεις σ' αυτήν. Έτσι, από την επιστολή πληροφορείται για τον θάνατο του Ανδρόνικου Παλαιολόγου και του Θεόδωρου Μετοχίτη (13 Μαρτίου 1332). Οπότε, μπορούμε να υποθέσουμε, ότι το πρώτο μέρος του χρυσόβουλλου γράφτηκε πριν από το δεύτερο, του οποίου την ακριβή ημερομηνία υπογραφής του γνωρίζουμε (27 Ιουλίου 1363). Συμπερασματικά, από το χρυσόβουλλο προκύπτει, ότι στα 1363 οι μονές των Αγίων Αποστόλων και Δισμυρίων Μαρτύρων και των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης, αναγνωρίστηκαν ως μετόχια της Μονής του Καλέως, η οποία ταυτίζεται με την μονή του Προδρόμου. 

Αργυρόβουλλο Ιωάννου Η´ Παλαιολόγου (1437)
Οι επόμενες πληροφορίες για τη μονή Προδρόμου, χρονολογούνται από το 1437 και τις αντλούμε από ένα αργυρόβουλλο του Ιωάννου Η, Παλαιολόγο, με ημερομηνία Αύγουστος, Ινδικτιώνος 15, του έτους 6945 (1437 μ.Χ.). Από αυτό μαθαίνουμε ότι ο αυτοκράτορας παραχώρησε στη μονή Προδρόμου και στον ηγούμενό της Γρηγόριο, "άνδρα κατά Θεόν ζώντα, και αυτόν αγαπώντα εξ όλης αυτού της καρδίας ... αλλά δη και την βασιλείαν μου ως εαυτόν" τις ιδιοκτησίες του μονυδρίου του Αγίου Νικολάου του Πτωχοβοηθήτου και ένα κήπο του Αγίου Δημητρίου. Η κίνηση αυτή εκ μέρους του Ιωάννη Η' γινότανε για να μην μείνει ο προειρημένος ηγούμενος "αγέραστος", χωρίς δόξα, λόγω της αφοσίωσης του στον Θεό και στον αυτοκράτορα. Έτσι, η μονή Προδρόμου, χάρη στη στάση του ηγουμένου της έλαβε ως μετόχια, το ως άνω αναφερόμενο μονύδριο του Αγίου Νικολάου του Πτωχοβοηθήτου, που βρισκόταν στο ακρωτήριο Άκρα, απέναντι από το Μεγάλο νησί, με όλη τη νομή και την περιουσία του, μαζί με ένα ακόμα κτήμα. Επιπλέον το αργυρόβουλλο όριζε τα νέα εξαρτήματα της μονής να μείνουν απρόσβλητα από οποιοδήποτε, ακόμα και από τον εκάστοτε μητροπολίτη της πόλης, με μόνο όρο, οι μοναχοί, που θα βρίσκονται σ' αυτά, να μείνουν πιστοί στη βασιλεία του αυτοκράτορα και των διαδόχων του. 

Οθωμανική περίοδος (1453)
Η άλωση της Σωζόπολης από τους Τούρκους, προκάλεσε προβλήματα και στις μονές, πολύ περισσότερο σ᾽ αυτές που βρίσκονταν στις νησίδες, έξω από το λιμάνι, δηλαδή, σε σημείο με στρατηγική σημασία, όπως η μονή του Προδρόμου. Έτσι, τα έτη 1467-1471 η μονή του Προδρόμου ήταν "κεχαλασμέvη τελείως και ερείπιος". Οι παραπάνω πληροφορίες αντλούνται από γράμμα επιβεβαιωτήριο, που έστειλε ο πατριάρχης Διονύσιος Α' (δεύτερη πατριαρχία Ιούλιος 1488-τέλη 1490), με ημερομηνία Μάιος, Ινδικτιώνος 7, έτος 6997 (1489). Εκεί αναφέρεται, όπως είπαμε παραπάνω, ότι κατά την διάρκεια της πρώτης πατριαρχίας του (1467-1471), η μονή ήταν κατεστραμμένη και για αυτό δόθηκε για ανακαίνιση σε έναν μοναχό, ονόματι Γερβάσιο. Πράγματι, ο Γερβάσιος φαίνεται, ότι έφερε σε πέρας την αποστολή του και η μονή ανακαινίστηκε, οπότε, το 1489, κατά την διάρκεια της δεύτερης πατριαρχίας του Διονυσίου Α' (Ιούνιος 1488-τέλη 1490), ετέθη το θέμα των μετοχίων της. 

Τα μετόχια στη Σωζόπολη: Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος και Παναγία Επίσκεψη
Ένα από αυτά ήταν και ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, εντός της πόλης, τον οποίο, όμως, χρησιμοποιούσαν οι μητροπολίτες, σαν κατοικία, επειδή είχε καταστραφεί η μητρόπολη. Μάλιστα, οι μητροπολίτες είχαν προχωρήσει σε μια ανταλλαγή: αντί για τον ναό του Προδρόμου, παλαιό μετόχι, όπως φαίνεται της ομώνυμης μονής, έδωσαν στους μοναχούς τον ναό της Παναγίας της Επισκέψεως, ως μετόχι, για να καταλύουν σ' αυτό οι μοναχοί, που για κάποιο λόγο έπρεπε να μείνουν στη πόλη, αντί να καταφεύγουν σε οικίες κοσμικών. Με το πατριαρχικό γράμμα που έστειλε ο Διονύσιος Α' , επιβεβαίωνε και επικύρωνε την ανταλλαγή που έκαναν οι αρχιερείς της Σωζοπόλεως και αναγνώριζε τον ναό της Παναγίας της Επισκέψεως, ως μετόχια της μονής Προδρόμου και όριζε να μνημονεύεται στις ακολουθίες το όνομα του Πατριάρχη. Αν τυχόν δεν έμενε ο μητροπολίτης ευχαριστημένος από την ανταλλαγή, έπρεπε να εγκαταλείψει τον ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, ο οποίος θα αναγνωριζόταν εκ νέου ως μετόχι της μονής Προδρόμου. 

Η μονή Προδρόμου και ο πατριάρχης Νήφων Β´
Την ίδια περίπου εποχή και, συγκεκριμένα, στις αρχές του 1488, κατέφυγε στη μονή του Προδρόμου, ο παραιτηθείς Οικουμενικός-Πατριάρχης Νήφων Β ', ο από Θεσσαλονίκης, που τον διαδέχτηκε ο προειρημένος Διονύσιος Α'. Πρόκειται για το τέλος της πρώτης περιόδου της Πατριαρχίας του (1486-1488). Η παραίτηση προκλήθηκε λόγω της εμπλοκής που εμφανίστηκε στις σχέσεις της Εκκλησίας με την Οθωμανική κυβέρνηση, εξαιτίας της στάσης του Νήφωνα στο θέμα της περιουσίας του Συμεών Τραπεζούvτος. Θα ακολουθήσει δεύτερη θητεία του στον Οικουμενικό Θρόνο την περίοδο 1497-1498 και μια τρίτη πρόσκληση για πατριαρχία, την άνοιξη του 1502, την οποία όμως θα αρνηθεί. Ο Νήφων αναστήλωσε εκ βάθρων το μονύδριο του Αγίου Νικολάου του πτωχοβοηθήτου, όπως θα δούμε παρακάτω, σε πατριαρχικό γράμμα του 1579. 

Η μονή Προδρόμου κατά τον 16ο αιώνα και η μονή Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης ως μετόχιο αυτής
Για τα επόμενα 56 χρόνια δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη μονή. Τον Δεκέμβριο του 1545 την επισκέφθηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Α´, (31 Δεκεμβρίου 1522 – τέλη 1545). Ηγούμενος της τότε ήταν ο ιερομόναχος και πνευματικός Νεόφυτος. Η μονή πρέπει να βρισκόταν σε σχετικώς καλή κατάσταση – μάλιστα, επί των ημερών του Νεοφύτου η αδελφότητα της μονής Προδρόμου κατόρθωσε να ανεγείρει την παλαιά μονή των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης, στο απέναντι νησί, το Μικρό νησί ή Αη Κήρυκος. Δεν πρέπει να ξενίζει η ενέργεια των μοναχών της μονής Προδρόμου, αφού η μονή των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης αποτελούσε μετόχι της, τουλάχιστον, εδώ και δύο αιώνες. Προφανώς, με την πάροδο του χρόνου η μονή Αγίου Κηρύκου έφυγε από τη δικαιοδοσία της μονής Προδρόμου και, έτσι, οι μοναχοί της επικυριάρχου μονής ζήτησαν από το Πατριαρχείο την διασφάλιση της κυριότητάς της, πολύ περισσότερο, που, ο τότε Προκαθήμενος της Μεγάλης Εκκλησίας, είχε επισκεφθεί τη μονή Προδρόμου και θα διαπίστωσε, "ιδίοις όμμασι" την πρόοδό της, ασφαλώς, είχε ενημερωθεί για τα δίκαιά της επί των μετοχίων της και, ειδικότερα, για την υπόθεση της μονής Αγίου Κηρύκου. Πράγματι, ο Ιερεμίας Α´, ικανοποίησε το αίτημα της μονής Προδρόμου, με Πατριαρχικό γράμμα, τον Δεκέμβριο, Ινδικτιώνος δ' , του έτους 7054 (1545). Σ´ αυτό χαρακτήριζε το αίτημα των μοναχών εύλογο και επικύρωνε την υπαγωγή της μονής Αγίου Κηρύκου στη Μονή Προδρόμου. Επιπλέον, ασφάλιζε αυτή την συνοδική, όπως φαίνεται στο γράμμα, απόφαση, με προειδοποιήσεις για αργία και αφορισμούς, για όσους από τους κληρικούς ή λαϊκούς θα παρενοχλούσαν τη μονή. Χαρακτηριστικό είναι, ότι η μονή Προδρόμου χαρακτηρίζεται στο γράμμα "βασιλική, πατριαρχική και σταυροπηγιακή". 

Η μονή και οι Σωζοπολίτες
Όπως συμβαίνει σε όλες τις εποχές, ασχέτως των ιστορικών συγκυριών, δημιουργούνταν και προβλήματα στη ζωή της μονής, σε σχέση, μάλιστα, με τους κατοίκους της Σωζόπολης. Υπάρχει στους Έλληνες παράδοση από αιώνων, να γίνεται "πανήγυρις" για την εορτή κάποιου αγίου: το ίδιο συνέβαινε και στη Σωζόπολη για την εορτή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Την παραμονή της 24ης Ιουνίου εκάστου έτους, οι πιστοί της πόλης επιβιβάζονταν σε βάρκες και διεκπεραιώνοταν στο νησί. Αφού προσκυνούσαν τον Άγιο Ιωάννη (προφανώς τελούνταν πανηγυρικός εσπερινός), ακολουθούσε γλέντι, με χορούς και τραγούδια. Το γεγονός αυτό προκαλούσε προβλήματα στους μοναχούς, αφού η όλη ατμόσφαιρα έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με την ησυχία, που επιζητούσαν, ενώ η εκδήλωση ξέφευγε, πολλές φορές, από τα όρια και δεν άρμοζε με το περιβάλλον μιας ορθόδοξης μονής. Παράλληλα, οι γυναίκες της πόλης μετέβαιναν συχνά στη μονή, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο, με αποτέλεσμα τη διαρκή ενόχληση και απασχόληση των μοναχών, χωρίς να υπολογίζεται και το θέμα του σκανδαλισμού, που δημιουργούνταν από τη συνεχή και αδικαιολόγητη γυναικεία παρουσία σε μια ανδρώα μονή. Εκτός αυτού, οι "άρχοντες", οι διοικούντες την κοινότητα, άρχισαν να εμπλέκονται στα θέματα της μονής, δημιουργώντας προβλήματα και προκαλώντας διαφωνίες. 

Πατριαρχικό γράμμα Διονυσίου Β´ (1554) για τη σχέση των λαϊκών με τη μονή
Φυσικό, λοιπόν, είναι η κατάσταση, που δημιουργούνταν, να χρήζει άμεσης αντιμετώπισης και σ' αυτό αποσκοπούσε το πατριαρχικό γράμμα που απέστειλε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Β´ (Αύγουστος, Ινδικτιώνος ιβ', 1554). Την αποστολή του πατριαρχικού γράμματος, την προκάλεσαν οι ίδιοι οι μοναχοί της μονής Προδρόμου, που ενημέρωσαν με γράμμα τους το Οικουμενικό Πατριαρχείο για το πρόβλημα, ζητώντας την επέμβαση του Πατριάρχη. Στο γράμμα του ο Πατριάρχης αναγνώριζε το δίκαιο των μοναχών για τα προβλήματα που προέκυψαν και ζήτησε από του μητροπολίτες της Μαύρης θάλασσας (Αγχιάλου, Σωζοπόλεως, Μεσήμβριας, Βάρνας και Αγαθοπόλεως) αφ᾽ ενός να απαγορεύσουν στις γυναίκες την είσοδο στις μονές, αφ᾽ ετέρου διέτασσε τους "άρχοντες" να μην παρεμβαίνουν στις υποθέσεις των μονών. Το γράμμα έκλεινε με την απειλή αφορισμών άλυτων, σε περίπτωση μη υπακοής των Σωζοπολιτών και, κυρίως, των Σωζοπολιτισσών. Σ' αυτή την απαγόρευση μετάβασης των γυναικών πρέπει να οφείλεται και το έθιμο, που λάμβανε χώρα στη παλαιά Σωζόπολη, όπου, την παραμονή της εορτής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, τα γυναικόπαιδα κατέβαιναν στη παραλία, βουτούσαν τα πόδια στο νερό, έπαιρναν πέτρες με βρύα, τις οποίες τοποθετούσαν πίσω από τις πόρτες των υπνοδωματίων τους, και, επίσης, γέμιζαν κανάτες με θαλασσινό νερό και μ᾽ αυτό ράντιζαν τα σπίτια τους, δίκην αγιασμού, "για να πάει καλά ο χρόνος". Πρόκειται, για κατάλοιπο παγανιστικών εθίμων, το οποίο απέκτησε, κατά κάποιο τρόπο, χριστιανική χροιά. 

Πατριαρχικό γράμμα Ιωάσαφ Β´ (1558) σχετικά με τη διαγωγή των μοναχών
Πάντως, δεν προκαλούνταν προβλήματα στη μονή αποκλειστικά από τους λαϊκούς. Τα ίδια τα μέλη της αδελφότητας φαίνεται ότι δεν συμπεριφέρονταν πάντα με τον αρμόζοντα, σε μοναχούς, τρόπο. Αυτό προκύπτει, από το πατριαρχικό γράμμα, που έστειλε στη μονή Προδρόμου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωάσαφ Β´, (Φθινόπωρο 1555 – Ιανουάριος 1565), τον Σεπτέμβριο, Ινδικτιώνα β,, έτους 7067 (1558). Με το γράμμα του ο πατριάρχης ζητούσε από τους αδελφούς της μονής να ζουν "ευτάκτως', κατά την τάξη που ακολουθείται στις μονές του Αγίου Όρους. Επίσης, τους συμβούλευε να υπακούουν στις εντολές του ηγουμένου τους και να είναι πειθαρχημένοι, έχοντες ομόνοια μεταξύ τους· για τους ανυπάκουους προβλέπονταν αυστηρές ποινές, αργία, αν ήταν ιερείς και αφορισμός, αν ήταν μοναχοί. 

Πατριαρχικό γράμμα Μητροφάνη Γ´ (1567). Επικύρωση εξαρτημάτων και ανεξαρτησίας της μονής από τον τοπικό επίσκοπο 
Λίγα χρόνια αργότερα προέκυψε πρόβλημα με τον μητροπολίτη Σωζοπόλεως, ο οποίος έχοντας εξασφαλίσει άδεια από τον Πατριάρχη να ιερουργεί και να τελεί χειροτονίες στη μονή Προδρόμου, άρχισε να επεμβαίνει και στις εσωτερικές υποθέσεις της μονής. Το 1567 ο Πατριάρχης Μητροφάνης Γ´, (α´ πατριαρχία Ιανουάριος 1565 – 4 Μαϊου 1572), επισκέφθηκε τη μονή "χάριν προσκυνήσεως" και ενημερώθηκε από τον ηγούμενο Αχίλλειο για το πρόβλημα με τον μητροπολίτη Σωζοπόλεως, καθώς και για το δικαίωμα αυτονομίας της μονής από τον εκάστοτε μητροπολίτη, μια αυτονομία, που είχε κατοχυρωθεί με παλαιότερες πατριαρχικές αποφάσεις. Έτσι, με την επιστροφή του στην έδρα του, ο Μητροφάνης έστειλε στη μονή Προδρόμου γράμμα [Δεκέμβριος, Ινδικτιώνος ια,, έτος 7076 (1567)], με το οποίο επικύρωσε τα εξαρτήματα της μονής και επιβεβαίωσε, για άλλη μια φορά, την αυτονομία της από τον μητροπολίτη Σωζοπόλεως. 

Σιγιλλιώδες γράμμα του Μητροφάνη Γ´ (1569) για επικύρωση των μετοχίων και του καθεστώτος της μονής
Ο ίδιος Πατριάρχης θα ασχοληθεί με τη μονή Προδρόμου πάλι μετά από δύο χρόνια, το 1569. Τότε ο ηγούμενος Αχίλλειος επισκέφθηκε το Πατριαρχείο με αντίγραφα του χρυσόβουλλου του Ιωάννου Ε´ Παλαιολόγου και των γραμμάτων προγενέστερων πατριαρχών, με τα οποία επικυρώνονταν τα διάφορα μετόχια στη μονή Προδρόμου και ζήτησε μια επιβεβαίωση των παλαιών γραμμάτων και των μετοχίων της μονής. Πράγματι, ο Μητροφάνης ικανοποίησε το αίτημα του ηγουμένου και σε σιγιλλιώδες γράμμα του, με ημερομηνία Σεπτέμβριος, Ινδικτιώνος ιγ', έτους 7078 (1569), επικύρωσε εκ νέου τα μετόχια της μονής Προδρόμου, υποστήριξε την αυτονομία της και κάλεσε τους μοναχούς να διάγουν τον βίο τους ασκούμενοι σύμφωνα με τις επιταγές των αρχαίων μοναστικών κέντρων της Ανατολής, όπως της Νιτρίας, της Παλαιστίνης και του Αγίου Όρους. Έδωσε, δηλαδή, στο γράμμα του μια έντονη πνευματική χροιά, ασχολούμενος, όχι απλά και μόνο με τα δίκαια, τα εξαρτήματα και τα υλικά αγαθά της μονής, αλλά και με θέματα ουσιαστικότερα, που άπτονται, όχι μόνο της οργάνωσης και του καθημερινού βίου των μοναχών, αλλά και της ουσίας του ορθόδοξου μοναχισμού. Αξιοσημείωτο είναι ότι στο εν λόγω γράμμα, αναφέρεται, ότι η μονή Προδρόμου ονομαζόταν παλαιότερα μονή του Καλέως. Επίσης αναφέρει και τα μετόχια της μονής: τον ναό, όπως τον ονομάζει, των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης, του Αγίου Νικολάου του Πτωχοβοηθήτου της Άκρας, ο ναός της Θεοτόκου της Επισκέψεως και ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Αγαθούπολη. Η μονή Προδρόμου χαρακτηρίζεται, στην αρχή του γράμματος, ως βασιλική, πατριαρχική, σταυροπηγιακή, θεία και ιερά μονή. 

Συνοδικό σιγιλλιώδες γράμμα Ιερεμία Β´ (1574) για το καθεστώς της μονής και τη μοναχική πολιτεία των οικητόρων της
Απ' ότι φαίνεται, όμως, το θέμα του καθεστώτος και των σχέσεων της μονής με τον επιχώριο ιεράρχη δεν έπαψε να απασχολεί την αδελφότητα του Αγίου Ιωάννη. Αυτό φαίνεται στο συνοδικό σιγιλλιώδες γράμμα που έστειλε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Β' (α' πατριαρχία του 5 Μαΐου 1572 – 29 Νοεμβρίου 1579), τον Σεπτέμβριο, Ινδικτιώνος γ', του 7083 (1574). Στο γράμμα του αυτό ο Πατριάρχης επιβεβαιώνει την αυτονομία της Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής, όπως την αναφέρει, μονής του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. Επιπλέον, συμβουλεύει τους μοναχούς να ζούν κοινοβιακά, κατά τον τύπο των μοναστηριών του Αγίου Ορους, φροντίζοντας για την ευταξία στη λατρεία και για την ομόνοια στην καθημερινή ζωή, υπακούοντας στις επιταγές του ηγουμένου τους. Σε περίπτωση διαφωνίας έπρεπε να απευθύνονται, ως σταυροπηγιακή μονή, στον Πατριάρχη, τον οποίο και μνημόνευαν. Από τις συμβουλές της επιστολής συμπεραίνεται ότι η μονή δεν ακολουθούσε κάποιο συγκεκριμένο τυπικό. Ήταν η τρίτη φορά που ένα πατριαρχικό γράμμα περιείχε συμβουλές και οδηγίες για την οργάνωση του βίου της μονής και για τον τρόπο άσκησης των μοναχών. (Οι άλλες δύο φορές ήταν το 1558 επί Ιωάσαφ Β´ και το 1569 επί Μητροφάνους Γ´). Είναι αυτονόητη η εμμονή των πατριαρχών να φέρνουν ως παράδειγμα οργάνωσης και κοινοβιακής ζωής τις μονές του Αγίου Όρους, αφού ήδη από αιώνων το αγιώνυμο όρος ήταν το πλέον γνωστό μοναστικό κέντρο στον ορθόδοξο κόσμο, πολύ περισσότερο, μετά την παρακμή των αρχαίων μοναστικών κέντρων, κυρίως, στην Αίγυπτο, αλλά και στην Παλαιστίνη, λόγω της αραβικής κατάληψης. Δεδομένο, επίσης, ήταν και το δικαίωμα του Πατριάρχη να λύνει όποιες διαφορές προέκυπταν στις σταυροπηγιακές μονές, όπου και το όνομα του μνημονευόταν, δείγμα της δικαιοδοσίας του σ' αυτές. Πόσο μάλλον, που η μονή Προδρόμου δεν είχε σταθερό τυπικό για την οργάνωσή της, γεγονός που προκαλούσε μεγάλη δυσχέρεια στον βίο της και αύξανε τα προβλήματα, που καθιστούσε δυσεπίλυτα, πολλές φορές, η έλλειψη τυπικού. 

Συνοδικό γράμμα Ιερεμία Β´ (1575) για την υπαγωγή της μονής Αγίας Αναστασίας στη μονή Προδρόμου με πρωτοβουλία του άρχοντα Μιχαήλ Καντακουζηνού
Ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούνιο του 1575, έχουμε νέο συνοδικό γράμμα του Ιερεμία Β´, για θέμα σχετικό με την μονή Προδρόμου. Ο Πατριάρχης ενέκρινε την πρωτοβουλία του άρχοντα Μιχαήλ Καντακουζηνού, κατοίκου, τότε, της Αγχιάλου, να θέσει τη μονή της Αγίας Αναστασίας κάτω από την προστασία της μονής Προδρόμου της Σωζόπολης. Η έγκριση της, τόσο εξώφθαλμα, προκλητικής πράξης του Καντακουζηνού, να επέμβει στη ζωή των μονών, αποτελεί πρωτοφανή ενέργεια. Όπως θα φανεί στα παρακάτω έγγραφα, το γεγονός αυτό έχει και άλλες προεκτάσεις, ενώ άμοιρος ευθυνών δεν είναι και ο Αγχιαλίτης Πατριάρχης Ιερεμίας Β´, που ενέκρινε την αλλαγή του καθεστώτος της Αγίας Αναστασίας. 
Το παρόν έγγραφο έχει πανηγυρικό χαρακτήρα και υπογράφεται, εκτός από τον Πατριάρχη και από τα δώδεκα μέλη της Ιεράς Συνόδου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Ως λόγος για την υπαγωγή της Αγίας Αναστασίας στη μονή Προδρόμου, προεβλήθη η ερήμωσή της, που έγινε αντιληπτή από τον Καντακουζηνό κατά την διάρκεια επίσκεψής του στη μονή. Ο Καντακουζηνός αποφάσισε να την ενισχύσει και, αφού συννενοήθηκε με τον μητροπολίτη Σωζοπόλεως Ακάκισ και τους μοναχούς Ματθαίο και Νικόδημο της Αγίας Αναστασίας, προέκρινε ως καλύτερη λύση για το μονύδριο, όπως επιγράφεται, την υπαγωγή του στην, τότε, ευημερούσα μονή Προδρόμου. Έτσι, το Πατριαρχείο ενέκρινε την μεταβολή αυτή του καθεστώτος της Αγίας Αναστασίας, νομιμοποιώντας την επέμβαση του Καντακουζηνού. Φαινομενικά επρόκειτο για μια πράξη αγάπης και ενδιαφέροντος, για μια αποδιοργανωμένη και παραπαίουσα μονή. Αργότερα θα φανούν και οι υπόλοιπες προεκτάσεις του ζητήματος. 

Σιγιλλιώδες γράμμα Ιερεμία Β´ (1576-79) για απαγόρευση προσέλευσης γυναικών στη μονή
Στον ίδιο Πατριάρχη ανήκει και το επόμενο έγγραφο84 . Πρόκειται για ένα γράμμα σιγιλλιώδες, χωρίς ακριβή ημερομηνία, που τοποθετείται στα έτη 1576-1579 85. Σ' αυτό επαναλαμβάνεται, για άλλη μια φορά, η απαγόρευση εισόδου των γυναικών στις μονές τη Μαύρης Θάλασσας, γενικά, και στην μονή Προδρόμου Σωζοπόλεως ειδικότερα, εξαιτίας ενός αριθμού ανάρμοστων επεισοδίων. Το γράμμα υπογράφεται από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου και Νέας Ιονστιvιανής Λαυρέντιο και δώδεκα άλλους μητροπολίτες του κλίματος του Οικουμενικού Θρόνου. Αποδέκτες του γράμματος είναι οι 6 επαρχιούχοι ιεράρχες της Μαύρης Θάλασσας: οι μητροπολίτες, δηλαδή, Βάρνας, Αγχιάλου, Μεσημβρίας, Σωζοπόλεως, Μηδείας και Αγαθουπόλεως. Το περιεχόμενο του είναι σχεδόν όμοιο με το περιεχόμενο του γράμματος που είχε αποστείλει ο Πατριάρχης Διονύσιος Β´ 25 χρόνια νωρίτερα. Για μια ακόμη φορά καλούνται οι μητροπολίτες να απαγορεύσουν στις γυναίκες την είσοδο στις μονές, όπως ήδη συνέβαινε και σε άλλες περιοχές του τουρκοκρατούμενου ελληνικού χώρου. Το συγκεκριμένο μέτρο είχε αποφασιστεί σε σύνοδο, στην οποία συμμετείχε ο Ιερεμίας Β', μαζί με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας. Το μέτρο αυτό, θεωρήθηκε καλό να επεκταθεί και στις μονές της Μαύρης Θάλασσας και ειδικά στη μονή Προδρόμου. 
Ο λόγος και πάλι τα σκάνδαλα και η ανάρμοστη συμπεριφορά των λαϊκών στις μονές· αναφέρονται, μάλιστα, ως αιτία για ανάρμοστη συμπεριφορά, οι διάφορες πανηγύρεις που πραγματοποιούνταν επ᾽ ευκαιρία της εορτής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Αξιοσημείωτη είναι η αυστηρότητα της απαγόρευσης, αφού το μέτρο αφορούσε όχι μόνο τους "μέτριους" και τους "ευτελείς", αλλά και τους "ευγενείς και ενδόξους", όπως, χαρακτηριστικά, ονόμαζε τους πολίτες το γράμμα. 
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η φράση "ει δε των κατά τόπον αρχόντων βουληθείς τίς είη βία ή δυναστεία τούτο ανατρέψαι, ο τοιούτος, όποιος άρα καί είη, αφωρισμένος έσται και ασυγχώρητος και μετά θάνατον άλυτος, ως τω αναθέματι υπόδικος". 

Ο ίδιος Πατριάρχης, ο οποίος 2-4 χρόνια πριν είχε εγκρίνει την ενέργεια του Καντακουζηνού να υπαγάγει την Αγία Αναστασία στη μονή Προδρόμου, απειλούσε τώρα με αναθέματα τον άρχοντα, όποιος και αν ήταν αυτός, που θα τολμούσε να αλλάξει κάτι στο καθεστώς της μονής. Αποτελεί, πράγματι, περίεργη αλλαγή, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, η υιοθέτηση αυτής της αυστηρής στάσης έναντι οιουδήποτε επενέβαινε στα θέματα της μονής. Αν, μάλιστα, σκεφτούμε ότι το 1578 απαγχονίστηκε ο Καντακουζηνός, τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι η αλλαγή αυτή οφείλεται και στην αποδυνάμωση του, λίγο πριν έρθει το τέλος του. 

Σιγιλλιώδες γράμμα Ιερεμία Β´ (1579) για την επιβεβαίωση της εξάρτησης του Αγίου Νικολάου Πτωχοβοηθήτου από τη μονή Προδρόμου
Τον Ιούλιο του 1579 έχουμε μια καινούρια επιβεβαίωση της εξάρτησης του μετοχίου του Αγίου Νικολάου του Πτωχοβοηθήτου από την μονή Προδρόμου. Πρόκειται για ένα ακόμα σιγιλλιώδες γράμμα του Ιερεμία Β´, το τελευταίο της πρώτης περιόδου της πατριαρχίας του. Το σημαντικότερο στοιχείο του κειμένου είναι οι ιστορικές πληροφορίες που μας παρέχονται για τον βίο αφ᾽ ενός του παραιτηθέντος Πατριάρχη Νήφωνα Β´, ο οποίος πέρασε την περίοδο μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης πατριαρχίας του (1488-θέρος 1497), στη μονή Προδρόμου Σωζόπολης και, αφ' ετέρου, για την ιστορία του μονυδρίου του Αγίου Νικολάου του Πτωχοβοηθήτου. Μαθαίνουμε, λοιπόν, ότι ο Νήφων, αφού εγκαταστάθηκε στη μονή Προδρόμου, μετά από προτροπή των γεροντότερων, έκτισε εκ βάθρων το μονύδριο του Αγίου Νικολάου του Πτωχοβοηθήτου (θαυματουργού ονομάζεται σ᾽ αυτό το κείμενο) και το αναγνώρισε ως σταυροπήγιο. Έπειτα, το αφιέρωσε στη μονή Προδρόμου ως μετόχιο. Μετά τον Νήφωνα ανέλαβε το μονύδριο κάποιος μοναχός ονόματι Μακρής, που έζησε σ' αυτό περισσότερο από 60 χρόνια. Μετά από αυτόν η μονή ερήμωσε. Οι μοναχοί του Προδρόμου, το ανέλαβαν τότε και, αφού το αναστήλωσαν, πιθανότατα τα έτη 1560-1565 –αν υπολογίσουμε τις χρονολογίες– απευθύνθηκαν στον Πατριάρχη, για να το επιβεβαιώσει, ως μετόχι του Προδρόμου. Αποτέλεσμα αυτής της αίτησης των μοναχών ήταν το εν λόγω σιγιλλιώδες γράμμα. 

Σιγιλλιώδες γράμμα Μητροφάνη Γ´ (1580) για την επιβεβαίωση της εξάρτησης του Αγίου Νικολάου Πτωχοβοηθήτου από τη μονή Προδρόμου
Τον Φεβρουάριο 1580 θα χρειαστεί μια νέα επιβεβαίωση της εξάρτησης του Αγίου Νικολάου από τη μονή Προδρόμου, αφού οι μοναχοί της Αγίας Αναστασίας κατέλαβαν το μονύδριο, αμφισβητώντας, εμπράκτως, το καθεστώς του. Τα παραπάνω τα πληροφορούμαστε από σιγιλλιώδες γράμμα, που έστειλε στη Σωζόπολη ο Οικουμεyικός Πατριάρχης Μητροφάνης Γ' (β' πατριαρχεία, 29 Νοεμβρίου 1579 – 9 Αυγούστου 1580). Το γράμμα το υπέγραφαν, εκτός από τον Μητροφάνη και άλλοι 14 μητροπολίτες. Από το κείμενο μαθαίνουμε ότι οι μοναχοί της Αγίας Αναστασίας εισέβαλαν στη μονή του Αγίου Νικολάου, με την ένθερμη παρακίνηση και υποστήριξη του Καντακουζηνού και την κατέλαβαν, προκαλώντας ζημιές και εξαφανίζοντας πολλά από τα πράγματα της μονής. Η μοναδική χρήσιμη ενέργειά τους ήταν η καλλιέργεια ενός μικρού αμπελώνα. Οι παραπάνω ενέργειες έγιναν γνωστές στο Πατριαρχείο, κατόπιν ειδοποίησής του από τον ηγούμενο της μονής Προδρόμου, Γερμανό και τη συνοδεία του, που ήταν και οι ζημιωμένοι από την κατάληψη. Το Πατριαρχείο καταδίκασε τις πρωτοφανείς, για μοναχούς, πράξεις και επιβεβαίωσε την κυριότητα της μονής Προδρόμου επί του μονυδρίου του Αγίου Νικολάου. 

Συνοδικό γράμμα Ιερεμία Β´ (1580) περί της εξάρτησης της μονής Αγίου Νικολάου από τη μονή Προδρόμου και τις ατασθαλίες των μοναχών της μονής Αγίας Αναστασίας
Λίγους μήνες μετά την αποστολή του γράμματος, ο Μητροφάνης Γ, πέθανε και στον θρόνο απαντούμε, για άλλη μια φορά, τον Ιερεμία Β´, (δεύτερη από τις τρεις πατριαρχίες του, Αύγουστος 1580 – τέλη Φεβρουαρίου ή Μαρτίου 1584). Λίγες μέρες μετά την ενθρόνισή του, τον Σεπτέμβριο του 1580 (ινδικτιώνος θ', έτος 7089), απέστειλε νέο γράμμα, με το οποίο επιβεβαίωνε, για μια ακόμη φορά, την εξάρτηση του μονυδρίου του Αγίου Νικολάου από την μονή Προδρόμου. Το γράμμα το υπέγραφαν ο Πατριάρχης και δώδεκα άλλοι μητροπολίτες. Σε αυτό περιέχεται όλο το ιστορικό του μονυδρίου του Αγίου Νικολάου, από την εκ νέου ανέγερσή του από τον Πατριάρχη Νήφωνα Β´, τα παλαιά και πολλάκις κατοχυρωμένα δικαιώματα της μονής Προδρόμου επί του μονυδρίου, μέχρι τα βίαια γεγονότα των τελευταίων ετών, εκ μέρους των μοναχών της Αγίας Αναστασίας, οι οποίοι "βία χρησάμενοι αρχοντική" κατέλαβαν το προειρημένο μονύδριο. Ο άρχοντας που στήριξε και κατεύθυνε αυτές τις ενέργειες ήταν ο γνωστός Μιχαήλ Καντακουζηνός. Απ' ό,τι φαίνεται η επιστολή που τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους εστάλη από τον Μητροφάνη δεν έπεισε τους μοναχούς της Αγίας Αναστασίας να εγκαταλείψουν το μονύδριο, παρ᾽ όλους τους αφορισμούς που περιελάμβανε. Γι᾽ αυτό και ο Ιερεμίας αναγκάζεται να επανέλθει στο θέμα, αφού συνεχιζόταν η αδικία εις βάρος του μετοχίου της μονής Προδρόμου. Είναι ο ίδιος Πατριάρχης, ο οποίος το 1575, μόλις πέντε χρόνια νωρίτερα, είχε εγκρίνει την ενέργεια του Καντακουζηνού να θέσει την Αγία Αναστασία υπό την προστασία της μονής Προδρόμου· τότε ο άρχοντας ήταν στο απόγειο της δύναμής του και είχε βοηθήσει τον συμπατριώτη του Ιερεμία να καταλάβει τον θρόνο, από τον Μητροφάνη. Το 1580 ο Καντακουζηνός ήταν ήδη νεκρός και ο Ιερεμίας μπορούσε να πράξει διαφορετικά, κινούμενος μέσα στα όρια της κανονικότητας, όπως και έκανε. 

Πατριαρχικό γράμμα Θεολήπτου Β´ (1585) περί του καθεστώτος της μονής Προδρόμου και επιβεβαίωσης των μετοχίων της
Πέντε έτη αργότερα έχουμε ένα νέο πατριαρχικό γράμμα από τον Θεόληπτο Β´, όπου επιβεβαιώνεται η αυτονομία της μονής Προδρόμου και απαριθμούνται τα μετόχια της. Το γράμμα υπογράφεται και από τους Πατριάρχες Αλεξανδρείας Σίλβεστρο και Ιεροσολύμων Σωφρόνιο. Σύμφωνα με αυτό οι μοναχοί του Προδρόμου –προφανώς αντιπροσωπεία τους– επισκέφθηκαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ζήτησαν από τον Θεόληπτο να επιβεβαιώσει την αυτονομία της και την κυριαρχία της στα μετόχια, που ανά τους αιώνες είχαν προσαρτηθεί (ή δωρηθεί) στη μονή Προδρόμου. Πράγματι, ικανοποιήθηκε το αίτημα των Προδρομιτών και, κατ᾽ αυτόν τον τρόπο, πληροφορούμαστε για τα μετόχια της, προς τα τέλη του 16ου αιώνα. 

Τα μετόχια της μονής Προδρόμου
Η μονή κατείχε την μονή των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης, το μονύδριο του Αγίου Νικολάου Πτωχοβοηθήτου, τον ναό της Παναγίας της Επισκέψεως, τον ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Αγαθούπολη και το μετόχι του Σωτήρος Χριστού Πανόρμου. Για τη μονή της Αγίας Αναστασίας δεν γίνεται λόγος. Το γράμμα επαναλαμβάνει και τις ρυθμίσεις για τον βίο και την πολιτεία των μοναχών και την οργάνωση της μονής κατά τα πρότυπα των αρχαίων μονών της Αιγύπτου, αλλά και των μονών του Αγίου Όρους. 

Ως το τέλος του 16ου αιώνα δεν έχουμε άλλες πληροφορίες για την μονή, εκτός από μία, όπου αναφέρεται ότι το 1593 υπήρχαν στη μονή περί τους 150 μοναχούς. Η παραπάνω πληροφορία είναι η μοναδική που αναφέρεται στον αριθμό των μοναχών που υπήρχαν σ' αυτήν. Στα κείμενα που είδαμε αναφέρεται μόνο το όνομα του ηγουμένου κάποιες φορές και γίνεται απλά λόγος για την αδελφότητα της μονής, χωρίς να παρατίθενται συγκεκριμένα στοιχεία για τον αριθμό τους και τα διακονήματά τους. 

Σιγιλλιώδες γράμμα Νεοφύτου Β´ (1629) περί του καθεστώτος και των μετοχίων της μονής
Οι τελευταίες πληροφορίες από τον Κώδικα Πάτμου 770, αντλούνται από το σιγιλλιώδες γράμμα του Πατριάρχη Νεόφυτου Β´ (β' πατριαρχία 1607- 1609) 24 χρόνια αργότερα, στις 29 Σεπτεμβρίου 1629. Υπέγραψαν ο πατριάρχης και τρεις μητροπολίτες. Επιβεβαιώνεται, για πολλοστή φορά, η αυτονομία της μονής Προδρόμου και αριθμούνται, για άλλη μια φορά τα μετόχια, που της δόθηκαν από τον αυτοκράτορα. Αυτά είναι ο ναός του Χριστού Πανόρμου, του Αγίου Νικολάου του Πτωχοβοηθήτου, της Αγίας Παρασκευή της Άκρας, ο αγρός της Μακράς Χώρας, το χωριό Αθιά, οι γαίες Τζικαλία, ο ναός του Αγίου Θεοδώρου, η τοποθεσία του Βιάνου, το νησί της Αγίας Αναστασίας, η περιοχή των Τζηκαλών, τα άνω μέρη της Μακράς Χώρας της Ζαβοζέρης, ο Άγιος Δημήτριος και η Αμαξική. Δεν γίνεται μνεία των μετοχίων των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης και του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου της Αγαθούπολης. Το γράμμα κατακλείει με τους συνήθεις αφορισμούς, για όποιον τολμήσει να ενοχλήσει κάποιο από τα προειρημένα μετόχια. Είναι σημαντική η αναφορά και η απαρίθμηση των μετοχίων αυτή την εποχή, αφού μας δίνεται μια συνοπτική εικόνα για την κατάσταση, τη δύναμη της μονής και για τα εξαρτήματά της, λίγο πριν την καταστροφή της. 

Εδώ ολοκληρώνονται οι πληροφορίες, που μας παρέχει ο κώδικας 770 της Πατμιακής Βιβλιοθήκης, για τη μονή Προδρόμου και τις άλλες μονές της Σωζόπολης. Χρονικά καλύπτουν ένα διάστημα 246 ετών (1363-1609). Είναι μοναδικές, χωρίς να υπάρχουν σε κάποια άλλη ανάλογη πηγή. Αφορούν το καθεστώς της, τις σχέσεις με τα μετόχια της και τα προβλήματα που αντιμετώπισε από τις αμφισβητήσεις τους, τις σχέσεις της με το λαϊκό στοιχείο της περιοχής και με τους εκκλησιαστικούς παράγοντες, τον μητροπολίτη Σωζοπόλεως και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως βασιλική, πατριαρχική και σταυροπηγιακή μονή που υπήρξε. 

Η μονή Προδρόμου ως κέντρο γραμμάτων και παιδείας. Η ελληνική σχολή και το βιβλιογραφικό εργαστήριο
Δυστυχώς, στον κώδικα δεν υπάρχουν πληροφορίες για την ελληνική σχολή και το βιβλιογραφικό εργαστήριο που συντηρούσε, αφού η μονή Προδρόμου υπήρξε πνευματικό κέντρο των υπόδουλων Ελλήνων της Μαύρης Θάλασσας και αξιόλογο φυτώριο των ελληνικών γραμμάτων. Το 1521 ή 1561 βρίσκουμε διδάσκαλο στην σχολή της μονής τον Παχώμιο Ρουσάνο. Βέβαια πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα ύπαρξης συστηματικής σχολής, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο. Μάλλον, πρέπει να υποθέσουμε, ότι επρόκειτο για κάποιο είδος Κρυφού σχολείου, με το μάθημα να γίνεται στο νάρθηκα του ναού ή σε κάποιο κελλί της μονής. Σπουδαίο υπήρξε στη μονή το βιβλιογραφικό εργαστήριο, από τον 15ο αιώνα μέχρι την καταστροφή της. Το πιο παλαιό από τα σωζόμενα έργα του εργαστηρίου, σώζεται στη μονή της Θεοτόκου Χάλκης και χρονολογείται από τον 15ο αιώνα. Πρόκειται για μηναίο Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου, έργο των ιερομονάχων Γρηγορίου και Ιωαννικίου. 
Το 1492 προμηθεύτηκε χειρόγραφα από την Σωζόπολη - πιθανότατα από την σχολή της μονής- ο Ιανός (Ιωάννης) Λάσκαρης, για να πλουτήσει την βιβλιοθήκη του Λαυρεντίου, του από Μεδίκων. Χάρη στους κώδικες που σώθηκαν από την καταστροφή και φυλάσσονται στη μονή της Χάλκης πληροφορούμαστε τα ονόματα ορισμένων από τους καλλιγράφους της σχολής. 
Ο αρχαιότερος είναι ο Μιχαήλ Ταβουλάριος, το 1428 και ο πιο πρόσφατος ο Ματθαίος Δροσάς, ηγούμενος το 1608 και το 1623. Ασφαλώς, πρέπει να μνημονευτεί και ο Θεοδόσιος, μετέπειτα μητροπολίτης Μηδείας και Σωζοπόλεως (1623-1636), επί των ημερών του οποίου καταστράφηκε η μονή. Αυτός υπήρξε καλλιγράφος, ως ιερομόναχος, τα έτη 1613-1614. Είναι ο αντιγραφέας του κώδικα (770 της Πάτμου), που παρουσιάστηκε ανωτέρω. 

Οι λεηλασίες των Κοζάκων και η καταστροφή της μονής το 1626 από τον Κενάν Πασά
Κατ᾽ αυτόν τον τρόπο εξελίσσονταν τα πράγματα στην μονή του Προδρόμου, μέχρι τις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 17ου αιώνα, οπότε και ήλθε το τέλος της. Οι πηγές συμφωνούν ότι η καταστροφή της μονής επήλθε τον 17ο αιώνα. Ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων πιστεύει ότι η καταστροφή της μονής συνέβη περί το 1600, χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένο έτος, ενώ ο Βαρθολομαίος ο Κοντλουμουσιανός αναφέρει σαν έτος καταστροφής της μονής το 1616. Ο Αθανάσιος Υψηλάντης, επίσης, αναφέρει ως χρόνο καταστροφής τα έτη μετά το 1600. Όλοι συμφωνούν ότι η καταστροφή επήλθε από τους Τούρκους, μετά την απώθηση των Κοζάκων εισβολέων από την περιοχή της Σωζοπόλεως. Κατά την τρίτη δεκαετία του 17ου αιώνα η περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, υπέφερε από τις εισβολές και τις λεηλασίες των Κοζάκων. Τον Ιούνιο του 1623 οι Κοζάκοι με 17 σαΐκες (ελαφρά πλοία), λεηλάτησαν την Αγαθούπολη και τη Σωζόπολη, όπου και επέφεραν πολλές καταστροφές, και, τέλος, αποβιβάστηκαν στο νησάκι της μονής Προδρόμου, κατέλαβαν τη μονή, έδεσαν τους μοναχούς της και λεηλάτησαν τη γύρω περιοχή. Φεύγοντας από τη Σωζόπολη, όμως, έπεσαν σε τρικυμία και καταποντίστηκε ο μεγαλύτερος αριθμός των πλεούμενών τους, εκτός από ένα. 
Η μονή υπέφερε τα πάνδεινα από την επιδρομή αυτή, όπως και οι κάτοικοι της Σωζόπολης και των γύρω περιοχών. Από τα γεγονότα του 1623 και έπειτα η μονή άρχισε να έχει σοβαρά προβλήματα και να παρακμάζει. Το 1626 έγινε άλλη μια μεγάλη επιδρομή των Κοζάκων, οι οποίοι έφτασαν ως την Κωνσταντινούπολη. Μόνο που τη φορά αυτή, στάθηκε μοιραία για τη μονή Προδρόμου. Οι Κοζάκοι αποπειρώμενοι να λεηλατήσουν τη Σωζόπολη δέχτηκαν επίθεση από τις 14 γαλέρες του Κενάν Πασά και έπαθαν πανωλεθρία. Οι Κοζάκοι, στην προσπάθειά τους να αντισταθούν, αποβιβάστηκαν στο Μεγάλο νησί, όπου ήταν η μονή Προδρόμου και τη χρησιμοποίησαν σαν οχυρό και ορμητήριο για τις επιθέσεις τους κατά των Τούρκων. Οι μοναχοί δεν μπορούσαν να αντιδράσουν και αναγκαστικά δέχτηκαν τα τετελεσμένα γεγονότα, που δημιουργούσε η παρουσία των Κοζάκων στη μονή. Μετά την απώθηση των επιδρομέων, όμως, οι Τούρκοι έκριναν, ότι οι μοναχοί του Προδρόμου, εθελουσίως παραχώρησαν τη μονή στους Κοζάκους για να αντισταθούν. Τους θεώρησαν, λοιπόν, ενόχους και για τον λόγο αυτό κατέστρεψαν τη μονή του Προδρόμου. Παρόλα αυτά, δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι η μονή καταστράφηκε το 1626 ολοσχερώς, αφού έχουμε χειρόγραφα και βιβλία από τη μονή που αντιγράφησαν το 1629. Πιθανώς, κάποιοι μοναχοί παρέμειναν στη μονή μετά τα τραγικά γεγονότα του 1626, παρόλη την καταστροφή και την αποχώρηση των μοναχών για τη Χάλκη. 

Η τελευταία μνεία της μονής του Προδρόμου γίνεται το 1629 και έκτοτε καμία πληροφορία δεν υπάρχει γι᾽ αυτή, θεωρούμενη, έτσι, ως κατεστραμμένη και εγκαταλελειμμένη οριστικά, κατ' εκείνο, περίπου, το έτος. Όπως αναφέρθηκε πολλές φορές οι μοναχοί μετά την καταστροφή κατέφυγαν στη μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου Καμαριώτισας, στη Χάλκη των Πριγκηποννήσων, διασώζοντας λίγα κειμήλια και αρκετά χειρόγραφα από τη μονή Προδρόμου. 

Τα διασωθέντα στη Χάλκη κειμήλια της μονής Προδρόμου 
Τα κειμήλια ήταν: 
• ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός των εξαπτέρυγων, αφιερωμένος το 1576, 
• αργυρά εξαπτέρυγα, αφιερωμένα το 1601, 
• ένα αργυρό πυρείο (κατζίο), αφιερωμένο την 1η Νοεμβρίου 1603, 
• ένας αργυρός δίσκος παγκαρίου, χωρίς χρονολογία αφιέρωσης, 
• δύο ορειχάλκινα μανουάλια (λαμπαδούχοι), αφιερωμένοι το 1612, 
• ενώ θεωρείται βέβαιο, ότι από τη μονή Προδρόμου μεταφέρθηκαν και 4 μεγάλες εικόνες: του Χριστού, της Θεοτόκου, του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και των Αγίων Αποστόλων. 

Επίλογος
Πριν τα μέσα, λοιπόν, του 17ου αιώνα, η μανή του Προδρόμου Σωζοπόλεως δεν υπήρχε, εκτός από κάποια ερείπια, που μαρτυρούσαν για την παλαιότερη ύπαρξη της. Παρόλη την σχετικά σύντομη ιστορία της (366 έτη) αποτέλεσε ένα λαμπρό πνευματικό κέντρο, που σημάδεψε θετικά τη ζωή της περιοχής. Η επιρροή που άσκησε, κυρίως, στη Σωζόπολη ήταν σημαντική, αφού συνδέθηκε με τον καθημερινό βίο των κατοίκων της και έγινε μέρος της ιστορίας τους. Η επιρροή, που άσκησε και η σημασία της, φαίνονται στο γεγονός ότι μέχρι και έθιμα δημιουργήθηκαν, όταν απαγορεύτηκε η μετάβαση γυναικών στη μονή. Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας η μονή επετέλεσε και εθνικό έργο για. τους υπόδουλους Έλληνες, αφού στους χώρους της φιλοξένησε σχολή αρρένων, κρυφά από τους Τούρκους, ενώ το βιβλιογραφικό εργαστήριο που διέθετε, έγινε αιτία να διαδοθούν πολλά εκκλησιαστκά βιβλία σε αρκετές περιοχές του υπόδουλου ελληνισμού. 
Η καταστροφή της έγινε σε μια από τις πλέον δύσκολες εποχές για την πόλη και μπορεί να χαρακτηριστεί άδικη, αφού οι μοναχοί δεν είχαν καμία συμμετοχή στον πόλεμο των Κοζάκων. Ωστόσο, οι Τούρκοι είδαν τα γεγονότα των ημερών εκείνων, μόνο από την σκοπιά τους και διέλυσαν τη μονή, που ούτως ή άλλως, αποτελούσε στόχο τους, ως ελληνική, αλλά και λόγω της στρατηγικής θέσης στην οποία ήταν κτισμένη. Μετά την επιστροφή των κατοίκων στην περιοχή και την ανοικοδόμηση της Σωζόπολης, δεν έγινε κατορθωτή και η αναστήλωση της μονής. Η κατάσταση δεν ευνοούσε τους Ορθοδόξους, που ήταν δύσκολο να τολμήσουν την αναστήλωση μιας μονής. Εξάλλου, και οι μοναχοί της είχαν καταφύγει στη Χάλκη, μαζί με ό,τι μπόρεσαν να διασώσουν, συνεχίζοντας εκεί την άσκησή τους, ενσωματωμένοι πλέον στη μονή της Παναγίας Καμαριώτισσας. 

Σήμερα, στο Μεγάλο νησί, υπάρχουν, ακόμα, λίγα ερείπια της μονής και δίπλα σ᾽ αυτά υπάρχει μια μεγάλη κινστέρνα, από την βυζαντινή εποχή, ενώ το μοναδικό κτίσμα του νησιού είναι ένας φάρος, ύψους περίπου δέκα μέτρων, που με το φως του (μέγιστο μήκος φωτοβολίας 18 μίλια), βοηθάει την ναυσιπλοία σ' εκείνη την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. 

Πηγή

Αρχαιολογικά ευρήματα
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1985-1994 έχουν αποδείξει ότι η παλαιότερη εκκλησία που χτίστηκε στον χώρο της μονής ήταν μια τρίκλιτη βασιλική με ιερό με μία αψίδα, χτισμένη σε opus latericum και opus incertum. Τα κλίτη χωρίζονταν με κεραμοσκεπείς πεσσούς. Η βασιλική χτίστηκε πάνω σε μια παλαιότερη εκκλησία, της οποίας η αψίδα βρέθηκε πρόσφατα. Η σχετική χρονολόγηση της εμφάνισης των δύο διαδοχικών εκκλησιών μπορεί να τοποθετηθεί μεταξύ των αρχών του 5ου και των τελών του 6ου αιώνα. Δεν υπάρχουν δεδομένα για οικισμό στο νησί μέχρι σήμερα και φαίνεται πιο πιθανό ότι οι δύο πρώιμες βυζαντινές εκκλησίες συνδέονταν με την τοπική μοναστική κοινότητα. Η μεταγενέστερη βασιλική υπέστη τρεις μεγάλες περιόδους ανακατασκευής μέχρι το πρώτο τέταρτο του 17ου αιώνα.
Η δεύτερη εκκλησία του συγκροτήματος αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα τρίκογχου ναού, ο τρούλος του οποίου στηριζόταν σε παραστάδες που ήταν χτισμένες στις γωνίες του κυρίως ναού. Τα πλευρικά κλίτη του νάρθηκα κατέληγαν ανατολικά σε ημικυκλικές κόγχες από τούβλα και προφανώς λειτουργούσαν ως παρεκκλήσια. 
Το ιερό αποτελούνταν από ευρύχωρο πρεσβυτέριο, πρόθεση και διακονικό, τα οποία επικοινωνούσαν μεταξύ τους και με τον κυρίως ναό. Θραύσματα τοιχογραφιών, μαρμάρινα γείσα, πλαίσια παραθύρων και ένα τέμπλο μαρτυρούν την πλούσια εσωτερική διακόσμηση της εκκλησίας. Οι τοίχοι του κυρίως ναού και του νάρθηκα σώζονται σε σημαντικό ύψος 2-3 μ., αποδεικνύοντας έτσι τέλεια την τεχνική δόμησης με εναλλασσόμενες ζώνες από πέτρες και τούβλα με χρήση ξύλινων δοκών στον πυρήνα των τοίχων. 
Η εξωτερική εμφάνιση της εκκλησίας τονίζεται περαιτέρω από τις τυφλές καμάρες που ζωντανεύουν τη δυτική και τις πλευρικές προσόψεις. Με βάση τις ιδιαιτερότητες της τοιχοποιίας και της εξωτερικής διακόσμησης, η κατασκευή της εκκλησίας χρονολογείται στα τέλη του 13ου – αρχές του 14ου αιώνα και δεν φαίνεται να υπάρχει αμφιβολία ότι χρησίμευε ως καθολικό της μονής του Τιμίου Προδρόμου, η οποία χτίστηκε από τον Μιχαήλ Γλάβα Ταρχανιώτη κατά την αναστήλωση της μονής στα τέλη του 13ου αιώνα. 
Τα κύρια στοιχεία της μονής που έχουν αποκαλυφθεί μέχρι τώρα είναι ο περιμετρικός τοίχος με τη δυτική και βόρεια πύλη, τα κελιά κατά μήκος του δυτικού και του βόρειου τμήματός της και μια σειρά από κτίρια στα νότια των ναών (τράπεζα, κουζίνα, ένας μεγάλος φούρνος, ένα αντιπροσωπευτικό κτίριο και μια βαθιά δεξαμενή). Όλα αυτά ανήκαν στην τελευταία περίοδο δραστηριότητας της μονής μεταξύ του 15ου και του πρώτου τετάρτου του 17ου αιώνα. 

Τα λείψανα του Τιμίου Προδρόμου
Στις 28 Ιουλίου 2010 ανακαλύφτηκε στη θέση της αγίας Τράπεζας του καθολικού της μονής μαρμάρινη λειψανοθήκη. Μετά από εξέταση των λειψάνων διαπιστώθηκε ότι ανήκαν σε άνδρα από τη Μέση Ανατολή που έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. Τόσο η εξέταση όσο και η θέση της αποδείκνυαν ότι πρόκειται για λείψανα του αγίου Ιωάννη του Βαπτισή. Μετά την ανακάλυψη της λειψανοθήκης, ο αρχαιολόγος Ποπκωνσταντίνοφ και η ομάδα του βρήκαν δίπλα της ένα κουτί μεγέθους κουτιού σπίρτων από ψαμμίτη (το είδος ψαμμίτη που βρίσκεται σε χώρες της Μέσης Ανατολής όπως η Συρία και η Παλαιστίνη). Πάνω της υπήρχε μια επιγραφή στα αρχαία ελληνικά που έγραφε «Θεέ μου, σώσε τον δούλο σου Θωμά. Στον Άγιο Ιωάννη. 24 Ιουνίου». Η ημερομηνία είναι η εορτή του Γενεσίου του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή.

Παλαιοχριστιανικές ταφές
Το 2015 βρέθηκαν επίσης σε πρώιμο χριστιανικό τάφο του 4ου-5ου αιώνα, λείψανα, τα οποία οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι ανήκαν σε μοναχούς από τη Συρία. Μάλιστα, συνδέουν την παρουσία τους εδώ στο νησί με την έλευση των λειψάνων του Τιμίου Προδρόμου. Ο εν λόγω τάφος βρέθηκε σε βάθος 3,5 μέτρων κατά τη διάρκεια ανασκαφών βόρεια του βωμού της βασιλικής του μοναστηριού, η οποία χρονολογείται στα τέλη του 4ου και στις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. Ο παλαιοχριστιανικός τάφος, μήκους 2,8 μέτρων και πλάτους 1,8 μέτρων, χτίστηκε ταυτόχρονα με τη βασιλική. Ο Ποπκωνσταντίνοφ σημειώνει ότι η βασιλική, φαίνεται να είναι πολύ παρόμοια με τις πρώιμες χριστιανικές εκκλησίες στη Συρία, γνωστές ως «βασιλικές συριακού τύπου» και συμπληρώνει ότι είναι ελάχιστα γνωστό γεγονός ότι μεγάλο μέρος του συριακού πληθυσμού εγκαταστάθηκε στα σημερινά βουλγαρικά εδάφη, ειδικά στη δυτική ακτή της Μαύρης Θάλασσας, τον 5ο-6ο αιώνα μ.Χ.
Ο τάφος των δύο φερόμενων ως Σύρων μοναχών, εκ των οποίων ο ένας μπορεί να έφερε τα λείψανα του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, ενώ και οι δύο άνδρες μπορεί να συνίδρυσαν τη μονή στο νησί του Αγίου Ιωάννη, εφάπτεται του βόρειου τοίχου του τμήματος του ιερού της βασιλικής.
Με βάση αυτές τις ανακαλύψεις πιστεύεται ότι η πρώτη περίοδος της μονής συνδέεται με την παλαιοχριστιανική βασιλική και τους τάφους, ενώ λόγω της έντονης σεισμικής δραστηριότητας της περιοχής (είναι γνωστός ο σεισμός του 740 και οι καταστροφές που επήλθαν τόσο από αυτόν όσο και από το παλιρροιακό κύμα που προέκυψε) η μονή καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό, κλείνοντας την πρώτη φάση της ιστορίας της.

Βιβλιοθήκη
Εκτός από την καλά τεκμηριωμένη ιστορία του ως αυτοκρατορική και πατριαρχική μονή, έγινε γνωστή για τη βιβλιοθήκη και το βιβλιογραφικό της εργαστήριο. Μέχρι σήμερα είναι γνωστό ότι έχουν διασωθεί 94 κώδικες από τη μοναστική βιβλιοθήκη. Ένα μεγάλο μέρος από αυτούς διασώθηκε αρχικά στη βιβλιοθήκη της μονής Παναγίας Καμαριώτισσας στη Χάλκη, όπου εγκαταστάθηκαν οι μοναχοί του Προδρόμου μετά την καταστροφή του 1629 μ.Χ., φέροντας μαζί τους κειμήλια και χειρόγραφα. Εν συνεχεία (μέχρι σήμερα) μεταφέρθηκαν στην Πατριαρχική Βιβλιοθήκη στο Φανάρι. Οι κώδικες περιλαμβάνουν λειτουργικά βιβλία και κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, όλα γραμμένα στα ελληνικά. Τα παλαιότερα χειρόγραφα, που χρονολογούνται μεταξύ του 12ου αιώνα και των μέσων του 15ου αιώνα, αντιγράφηκαν σε διάφορα μέρη, όπως προκύπτει από τις σημειώσεις των αντιγραφέων, ενώ η πλειονότητα των κωδίκων που χρονολογούνται μεταξύ των μέσων του 15ου αιώνα και των αρχών του 17ου αιώνα αντιγράφηκαν στο βιβλιογραφικό εργαστήριο της ίδιας μονής.
Η νεότερη μελέτη που αφορά τη συλλογή αυτή καθώς και τους βιβλιογράφους και βιβλιοδέτες, των οποίων τα ονόματα διασώζονται στους κώδικες, έγινε από τους P. Géhin και Ματούλα Κουρουπού (βλ. το άρθρο τους), ενώ, ο εποπτικός κατάλογος δίνει μια εικόνα της διασποράς των χειρογράφων της μονής Προδρόμου σε βιβλιοθήκες ανά τον κόσμο (βλ. εδώ).

Βιβλιογραφία (χρονολογικά)
• Αθηναγόρας μητροπ., «Περιγραφικός κατάλογος των χειρογράφων της εν τη νήσω Χάλκη ιεράς μονής της Παναγίας», ΕΕΒΣ 10 (1933) 236-292· 11 (1935) 151-191· 12 (1936) 285-316· 13 (1937) 50-64. Αθήνα 1933-1937
• Σωτηρίου Γεώργιος, Κειμήλια του Οικουμενικού Πατριαρχείο. Πατριαρχικός ναός και σκευοφυλάκιον. Αθήνα 1937
• Gjuzelev Vasil T. – Koder Johannes, «Das Prodromos-Kloster von Sozopol und die dort aufgefundene spätbyzantinische Grabinschrift», Λιθόστρωτον, Festschrift für Marcell Restle, p. 93-105. Stuttgart 2000
• Kostova Rossina, Popkonstantinov Kazimir and Higham Tom, Relics of the Baptist: Scientific research planned for the finds excavated in Sozopol, Bulgaria in 2010 (Radiocarbon Dating, DNA testing) 

Video


Κάτοψη του μοναστηριακού συγκροτήματος
1. Βόρεια είσοδος, 2. Βιβλιογραφικό εργαστήριο, 3. Κελλιά μοναχών, 4. Αρχονταρίκι
5. Νοτιοδυτική είσοδος, 6. Χώροι ηγουμενείου, 7. Νότια είσοδος, 8. Τράπεζα, 9. Κουζίνα,
10. Βασιλική, 11. Καθολικό, 12. Χώροι υγιεινής, 13. Στέρνα - Αγίασμα
(Το σχέδιο προέρχεται από την πινακίδα του αρχαιολογικού χώρου) 



Κάτοψη του καθολικού (σχέδιο: Βιολέττα Ντίμοβα)



Το καθολικό της μονής Προδρόμου. Άποψη από τον νάρθηκα προς το ιερό

Το καθολικό της μονής Προδρόμου. Ο χώρος του κυρίως ναού και το ιερό

Το καθολικό της μονής Προδρόμου. Ο χώρος του νάρθηκα. Διακρίνονται,
αριστερά και δεξιά, οι δύο αψίδες των παρεκκλησίων.

Το καθολικό της μονής Προδρόμου. Ο χώρος του νάρθηκα.
Το νότιο παρεκκλήσιο από την εσωτερική πλευρά

Το καθολικό της μονής Προδρόμου. Ο χώρος του νάρθηκα.
Το νότιο παρεκκλήσιο από την εξωτερική πλευρά

Το καθολικό της μονής Προδρόμου. Ο χώρος του νάρθηκα.
Η αψίδα του βόρειου παρεκκλησίου

Οι εικόνες της Θεοτόκου Κεχαριτωμένης και του ένθρονου Χριστού, 
που προέρχονταν από τη μονή Προδρόμου Σωζόπολης, στο τέμπλο του νάρθηκα
της μονής Παναγίας Καμαριώτισσας στη Χάλκη.

Η εικόνα της Θεοτόκου Κεχαριτωμένης και απόγραφο της επιγραφής
που φέρει η εικόνα στο κάτω μέρος της • Ζωγράφος: Κωνσταντίνος Βυζαντινός
(Σχέδιο επιγραφής: Ακύλας Μήλλας)

Εικόνα του Τιμίου Προδρόμου. 14ος αιώνας. Σήμερα φυλάσσεται
στο Πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο

Εικόνα του Τιμίου Προδρόμου. Αρχές 16ου αιώνα

Εξαπτέρυγο αργυρό, μερικώς επιχρυσωμένο. 1601.
Δώρο του άρχοντα λογοθέτη Γεωργίου Πουντζαπέη και της συζύγου του κυράς Κομνηνής.
Σήμερα φυλάσσεται στο Πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο.

Ξυλόγλυπτος σταυρός λιτανείας, με μεταλλικό πλαίσιο • 40 x 16 εκ.
Φέρει την επιγραφή: Ἀφιερώθη εἰς τόν Τίμιον Ἰω(άννην) τόν Πρόδρομον
πλησίον Σωζοπόλεως παρ᾽ ἐμοῦ Γεωργίου ἐν ἔτει ιαφος´(1576)
Χάλκη. Μονή Παναγίας Καμαριώτισσας. Το καθολικό από ανατολικά

Χάλκη. Μονή Παναγίας Καμαριώτισσας. Το καθολικό εσωτερικά

Χάλκη. Μονή Παναγίας Καμαριώτισσας. Ο νάρθηκας του καθολικού. 
Διακρίνεται αριστερά η εικόνα της Θεοτόκου Κεχαριτωμένης,
που προερχόταν από τη μονή Προδρόμου Σωζόπολης.

Η λειψανοθήκη που βρέθηκε στο ιερό της παλαιάς βασιλικής,
όπου περιείχε τα λείψανα του Τιμίου Προδρόμου

Στέρνα - Αγίασμα στον αύλειο χώρο της μονής Προδρόμου

Μονή Προδρόμου. Σπάραγμα τοιχογραφίας

Χαρακτικό που αποτυπώνει την κατάσταση των ερειπίων της μονής το 1830.
Από το βιβλίο: Sayger C. & Desarnod A. Album d'un voyage en Turquie
fait par ordre de sa majesté l'empereur Nicolas 1er en 1829 et 1830. Παρίσι 1834

Σελίδα από χειρόγραφο κώδικα της Μονής Προδρόμου Σωζόπολης.
Φυλάσσεται στην Biblioteca Apostolica Vaticana (BAV) με αριθμό Reg. gr. 34

Σελίδα από Ευαγγελιστάριο της μονής Προδρόμου (12ος αι.), που 
φυλάσσεται στο Πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο με αρ. 8 (f. 33r)
Σελίδα από Ευαγγελιστάριο της μονής Προδρόμου (12ος αι.), που  
φυλάσσεται στο Πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο με αρ. 8 (f. 98v)
Μονή Προδρόμου. Θολωτός τάφος στην περιοχή της παλαιάς βασιλικής
Μονή Προδρόμου. Πρόσφατα ανακαλυφθέντα τμήματα του τέμπλου του ναού,
που βοηθούν στη αναχρονολόγηση της εκκλησίας σε μεταγενέστερη ημερομηνία.

Λεπτομέρεια της παραπάνω φωτογραφίας








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου