Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2025

22.0 Το μοναστικό κέντρο του όρους Γάνου / The monastic centre of Mount Ganos

Andreas Külzer

Το όρος Γάνος στην Ανατολική Θράκη (Işıklar Dağı)

Η αντίληψη περί της ιερότητας μεμονωμένων βουνών ή οροσειρών ανήκει στα κεντρικά στοιχεία της ανθρώπινης θρησκευτικής σκέψης· απαντάται σε ποικίλες πολιτισμικές και θρησκευτικές κοινότητες, τόσο στην Άπω Ανατολή όσο και στην Εγγύς Ανατολή, στην Ευρώπη ή στη Νότια Αμερική, με τις πρώιμες μαρτυρίες της να ανάγονται ήδη στην προϊστορία . Τα βουνά θεωρούνταν πανάρχαια, ισχυρά και μυστηριώδη· κατανοούνταν ως σύνδεσμοι μεταξύ ουρανού και γης, λατρεύονταν ως έδρες (κατοικητίριο) του θείου. 

Κατά την παλαιοδιαθηκική αντίληψη, τα όρη συγκαταλέγονταν στα πρώτα έργα της Δημιουργίας· το Χωρήβ υπήρξε τόπος θεοφάνειας, ενώ το όρος Σιών κατείχε σημαντικό ρόλο στην εσχατολογία . Τα όρη είχαν επίσης ουσιαστική σημασία στην Καινή Διαθήκη· αναφέρονται ως τόποι προσευχής και κηρύγματος· στο Θαβώρ συνέβη η Μεταμόρφωση του Ιησού από τη Ναζαρέτ· στο Όρος των Ελαιών άρχισε το Πάθος του· τέλος, από εκεί αναλήφθηκε στον ουρανό. Όμως, δεν απολάμβαναν τιμής στον χριστιανισμό μόνο τα όρη που υπήρξαν τόποι θεοφάνειας, αλλά και εκείνα που αναδείχτηκαν χάρη στην παρουσία και τη δράση διακεκριμένων θεοφόρων προσώπων. Αυτοί οι φορείς του ιερού μπορούσαν, με την εγκατάσταση και διαβίωσή τους σε έναν συνήθως απομακρυσμένο και αφιλόξενο –ενίοτε μάλιστα εχθρικό προς τη ζωή– τόπο, να προσδώσουν σε αυτόν τον προηγουμένως «βέβηλο» τόπο μια ανώτερη ποιότητα και ιερή αξία . Με την ανέγερση ναών, καθαγιασμένων τόπων σύνδεσης μεταξύ αυτού του κόσμου και του υπερβατικού-ανώτερου κόσμου, η διάσταση αυτή εμβαθυνόταν περαιτέρω, καθώς εδώ, κατά την τέλεση της Λειτουργίας, βιωνόταν διαρκώς η προσωπική παρουσία του Θεού. Η συγκέντρωση σε μία περιοχή ιερών τοποθεσιών, παράλληλα με την παρουσία θεοφόρων ανθρώπων, οδηγούσε στη σύσταση ενός Ιερού Όρους. Ως τέτοια παραδείγματα μπορούμε να συναντήσουμε στην πρώιμη βυζαντινή εποχή με το Σινά, το Θαυμαστό Όρος ή το Όρος του Αυξεντίου. Οι ακόλουθες παρατηρήσεις, ωστόσο, είναι αφιερωμένες σε έναν λιγότερο γνωστό εκπρόσωπο αυτού του είδους.

Τα Όρη Γάνος ή τοῦ Γάνου ὄρος, βρίσκονται στη βορειοδυτική παράκτια ζώνη της Προποντίδας· εκτείνονται σε μήκος άνω των 50 χιλιομέτρων, από την είσοδο της θρακικής χερσονήσου, νότια του İnce Burnu, μέχρι τα υψώματα του χωριού Kumbaon, περίπου δώδεκα χιλιόμετρα νότια της Ραιδεστού (Tekirdağ). Οι απολήξεις του όρους Γάνου εκτείνονται έως και είκοσι χιλιόμετρα στο εσωτερικό της Ανατολικής Θράκης κοντά στο Emirali, ενώ το μέσο πλάτος του κυμαίνεται μεταξύ 14 και 16 χιλιομέτρων (εικ. 2). Η υψηλότερη κορυφή του ορεινού όγκου, ο Πύργος (Πύργος, σήμερα Pirgo Dağı), περίπου έξι χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Gaziköy (πόλη Γάνος), ανέρχεται σε 927 μέτρα. Μία δεύτερη χαρακτηριστική ανύψωση είναι ο Προφήτης Ηλίας (Ἅγιος Ἠλίας ή και Ἅη-λιᾶς), ύψους περίπου 690 μέτρων, σήμερα İstrana Dağı, έξι χιλιόμετρα βόρεια της Ηρακλείτσας (Eriklice) .
Ο γραφικά ελκυστικός ορεινός όγκος, σπάνια έχει τραβήξει το ενδιαφέρον ιστορικών γεωγράφων, ιστορικών ή θεολόγων· πέρα από λίγα σύντομα λήμματα σε εγκυκλοπαίδειες και λεξικά, καθώς και ορισμένες αρχαιολογικά προσανατολισμένες μελέτες, οι οποίες ωστόσο σπανίως συζητούν τα ζητήματα της ιστορίας των εγκαταστάσεων μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο , μπορούν να αναφερθούν ελάχιστες μόνο επιστημονικές μελέτες. 

Χρονολογικά, πρώτη έρχεται η λεπτομερής πραγματεία Μνήμη Γανοχώρων του Μ. Ι. Γεδεών, που εκδόθηκε το 1913. Στα Θρακικά, περιοδικό που εκδίδεται στην Αθήνα από το 1928, δυσπρόσιτο δυστυχώς, αλλά του οποίου οι συνεισφορές έχουν ανεκτίμητη αξία για τη μελέτη του ελληνισμού της Ανατολικής Θράκης, ξεχωρίζουν, εκτός από ποικίλα δοκίμια για μεμονωμένα χωριά, δύο μελέτες για τα Γανόχωρα· η μία, ανώνυμη, δημοσιεύθηκε το 1958, η άλλη, του Α. Γερμίδη, το 1973· και οι δύο περιέχουν λεπτομερείς παρατηρήσεις για τον μεσαιωνικό και πρώιμο νεότερο κτιριακό πλούτο, ο οποίος δεν σώζεται πλέον σε αυτήν την ποικιλομορφία . Σημαντικές πτυχές της βυζαντινής ζωής στο όρος Γάνος δημοσίευσε το 1995 ο A. Rigo στα Orientalia Christiana Periodica · εξάλλου, πολύτιμες πληροφορίες για τον ελληνισμό της περιοχής κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας περιέχουν και οι επιτυχημένες μελέτες του Δ.Α. Μαυρίδη Από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό (2003) και της Σ.Α. Κζούνια Μητρόπολη Γάνου και Χώρας της Ανατολικής Θράκης (2005) .
Το ενδιαφέρον μας για το όρος Γάνος ξύπνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και συνδέεται με το πρόγραμμα Tabula Imperii Byzantini, που υποστηρίζεται από την Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών, με σκοπό τη συστηματική έρευνα της βυζαντινής Ανατολικής Θράκης· από αυτήν την προσπάθεια προέκυψε ένα χειρόγραφο περίπου επτακοσίων σελίδων . Στο πλαίσιο αυτών των εργασιών, το Όρος Γάνος (Işıklar Dağı) εξερευνήθηκε επίσης με πολύ εβδομαδιαίες αποστολές κατά τα έτη 1999 και 2002, οι οποίες απέφεραν, μεταξύ άλλων, σημαντικά νέα δεδομένα σε σχέση με τον υφιστάμενο μνημειακό πλούτο και την τοπωνυμιολογία.

Ήδη στην αρχαιότητα είχε αποδοθεί στο βουνό η ονομασία Ἱερὸν Ὄρος. Ο Ρωμαίος γεωγράφος Στράβων τόνισε τον σεβασμό και την εκτίμηση των κατοίκων (Ελλήνων; Θρακων;) –καθοριστικό πιθανώς για την ονομασία του και εξύμνησε τον ορεινό όγκο με τα λόγια του: ἐστὶν οἷον ἀκρόπολις τῆς χώρας (VII, frg. 56). Στην πρώιμη και πρώιμη μέση βυζαντινή εποχή το όρος Γάνος ήταν, από θεολογικής πλευράς, ασήμαντο· γι’ αυτόν τον λόγο δεν περιλαμβάνεται ούτε στους πρώτους γνωστούς βυζαντινούς καταλόγους Ιερών Ορέων, οι οποίοι αντικατοπτρίζουν την κατάσταση του 9ου και των αρχών του 10ου αιώνα . Ωστόσο, λίγο αργότερα πρέπει να αναβίωσε η αρχαία παράδοση περί της ιερότητας του αφιερωμένου τόπου στο Γάνος· μια σφραγίδα που χρονολογείται από τον δέκατο αιώνα με την επιγραφή τοῦ Πρώτου τοῦ Γάνου μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι ήδη τότε υπήρχαν εδώ περισσότερες μοναστικές κοινότητες, οι οποίες υπάγονταν σε μια κεντρική αρχή. 
Μολυβδόβουλλο του Πρώτου του όρους Γάνου
Παράσταση με την Παναγία δεόμενη
Μολυβδόβουλλο του Πρώτου του όρους Γάνου
(οπισθότυπος). Φέρει την επιγραφή:
Μήτερ Λόγου, κλεις των λόγων πρώτου Γάνου















Περαιτέρω Πρώτοι μαρτυρούνται στους επόμενους αιώνες, άλλοτε μέσω σφραγίδων και άλλοτε μέσω γραπτών πηγών. Μέχρι τον δωδέκατο αιώνα τεκμηριώνονται συνολικά οκτώ. Σε αυτήν την κατηγορία προσώπων συγκαταλέγεται, τον 11ο αιώνα, ένας έμπιστος του αυλικού και λογίου Μιχαήλ Ψελλού (1018–1081;), καθώς και, στις αρχές του 12ου αιώνα, ο Ιωάννης Φουρνῆς, θεολόγος που βοήθησε τον Ευθύμιο Ζιγαβηνό στη σύνταξη της «Πανοπλίας Δογματικής» . Στα μέσα του 12ου αιώνα ένας Πρώτος συγκαταλεγόταν στους επιστολικούς συνομιλητές του μητροπολίτη Γεωργίου Τορνίκη Εφέσου.

Η θεολογική αναβίωση του όρους, που βρισκόταν σε ευνοϊκή συγκοινωνιακή θέση, θα μπορούσε να συνδέεται με την ταυτόχρονη παρακμή του βιθυνιακού Ολύμπου, η οποία ξεκίνησε τον 11ο αιώνα. Ο Βίος του αγίου Νίκωνος της Κυζίκου, που πιθανότατα γράφτηκε εκείνη την εποχή, επιχειρεί να αποδώσει μοναστική ζωή στον Γάνο ήδη από την ύστερη αρχαιότητα/πρώιμους βυζαντινούς χρόνους: ο άγιος, που μαρτύρησε επί αυτοκράτορος Δεκίου (249–251), υποτίθεται ότι έλαβε εκεί τη μοναχική κουρά· γίνεται επίσης λόγος για μια μεγαλύτερη κοινότητα και για μία σπηλαιώδη μονή. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εδώ περιγράφονται οι συνθήκες κατά την εποχή που γράφτηκε το κείμενο· μια χριστιανική παράδοση πριν από τον 10ο αιώνα ανήκει, όπως και στην περίπτωση του Άθω, στη σφαίρα του θρύλου. 

Στις αρχές του 11ου αιώνα ο Γάνος ήταν ήδη τόσο γνωστός ως κέντρο πνευματικής μοναστικής ζωής, ώστε σε αρκετούς μοναχούς από το Άγιον Όρος φάνηκε ελπιδοφόρο να προσεγγίσουν αυτήν την περιοχή, αναζητώντας κατάλληλο διάδοχο του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, ο οποίος είχε αποβιώσει τον Ιούλιο του 1001 . 

Το γεγονός ότι μετά τον 12ο αιώνα δεν μαρτυρείται πλέον κανένας Πρῶτος στο Γάνος θα μπορούσε να συνδέεται με την επιδρομή των Βουλγάρων και των Κουμάνων το 1199, κατά την οποία καταστράφηκαν πολυάριθμες μονές και οι μοναχοί που κατοικούσαν εκεί σφαγιάστηκαν. Η αυστηρή οργανωτική δομή του κέντρου πρέπει να κατέρρευσε με αυτήν την καταστροφή, ή, διαφορετικά, με την επικείμενη εγκαθίδρυση της Λατινοκρατίας. 

Τον 11ο αιώνα o Γάνος χρησίμευσε επανειλημμένα ως τόπος εξορίας για Σύρους εκκλησιαστικούς άνδρες. Το 1030 ο Ρωμανός Γ΄ Αργυρός και η σύνοδος της Κωνσταντινούπολης έστειλαν εξορία στον Γάνο τον μητροπολίτη Ιωάννη Η΄ bar Abdūn της Αντιόχειας, αφού αυτός είχε ταχθεί με έμφαση υπέρ του Μονοφυσιτισμού. Το 1064 ο Ιγνάτιος Μελιτηνής, κατ’ εντολήν του Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα, κρατήθηκε φυλακισμένος στον Γάνο και μόλις τρία χρόνια αργότερα, μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα, αφέθηκε ελεύθερος . 

Ως αποτέλεσμα της Δ΄ Σταυροφορίας, το όρος βρέθηκε υπό ενετική επορροή, αλλά γύρω στο 1235, χάρη στην πρωτοβουλία του Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη, αναδείχθηκε και πάλι σε κέντρο της ορθόδοξης πνευματικότητας . Μεταξύ των σημαντικότερων θεολόγων που εγκαταβίωσαν εκεί συγκαταλέγεται ο μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθανάσιος Α΄ (1289–93, 1303–10), ο οποίος ήρθε στον Γάνο γύρω στο 1278 και ίδρυσε εκεί μονή (Νέα Μονή), όπου συγκέντρωσε πολυάριθμους μαθητές και αγωνίστηκε με ζήλο κατά των Λατίνων . Στους κυριότερους αντιπάλους του συγκαταλεγόταν ο – ανώνυμος πλέον στις πηγές – επίσκοπος της πόλης Γάνου, ο οποίος ήταν υπέρμαχος της ένωσης με την Εκκλησία της Δύσης· επρόκειτο για άνδρα που είχε χειροτονηθεί από τον λατινόφρονα πατριάρχη Ἰωάννη ΙΑ΄ Βέκκο (1275–82). Οι συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο παρατάξεις υπήρξαν ασυνήθιστα σφοδρές· ένας μαθητής του Αθανασίου, ο Θεοδόσιος Ραιδεστηνός, βρήκε μάλιστα τον θάνατο από τα βασανιστήρια των Ενωτικών. 

Το 1280 ο Αθανάσιος βρισκόταν ακόμη στον Γάνο, όταν συνάντησε τον στρατηγό Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, νεότερο γιο του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄, ο οποίος είχε αποσταλεί σε εκστρατεία προς τη Μακεδονία . Μόνο μετά τον θάνατο του Μιχαήλ, το 1282, ο διάδοχός του Ανδρόνικος Β΄ κάλεσε τον Αθανάσιο στην Κωνσταντινούπολη, όπου εγκαταστάθηκε σε μονή του Ξηρολόφου . 

Στα τέλη του 13ου και αρχές του 14ου αιώνα (περ. το 1297), ο θεολόγος Μάξιμος Καυσοκαλύβης έλαβε στον Γάνο το μοναχικό σχήμα· εκεί έγινε μαθητής ενός γέροντα Μάρκου, ο οποίος όμως πέθανε σύντομα και ετάφη από τον ίδιο. Αργότερα ο Μάξιμος μετέβη στο μοναστικό όρος Παπίκιο στη δυτική Θράκη πριν μεταβεί στον Ἄθω, όπου και απεβίωσε γύρω στο 1365 . 

Με τις επιδρομές της Καταλανικής Εταιρείας το 1306 και με την εγκατάστασή τους στην περιοχή για έναν τουλάχιστον χρόνο, άρχισε η σταδιακή παρακμή του μοναστικού κέντρου. Από τις εντυπώσεις που κατέγραψε ο Γεώργιος Οιναιώτης κατά το ταξίδι του από την Κωνσταντινούπολη στο Γάνος, πιθανότατα το 1326/27, ελάχιστα διακρίνονται από την παλιά αίγλη του ιερού όρους. Λίγο νωρίτερα, ωστόσο, το ανατολικό τμήμα του Γάνου, ανάμεσα στην ομώνυμη πόλη και το σημαντικό εμπορικό κέντρο της Ραιδεστού, είχε λεηλατηθεί από Τούρκους επιδρομείς, οι οποίοι είχαν προελάσει από τη Μικρά Ασία διασχίζοντας την Προποντίδα. 

Φυσικές καταστροφές, όπως ο ισχυρός σεισμός του 1344, καθώς και οι εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις γύρω από την εξουσία του Iωάννη Καντακουζηνού, προκάλεσαν νέες αναταραχές στην περιοχή. Μετά την έναρξη της οθωμανικής κατάκτησης στη Θράκη, το 1352, o Γάνος βρέθηκε πολύ γρήγορα στον πυρήνα της επεκτατικής δραστηριότητας· ήδη πριν από τον καταστροφικό σεισμό του 1354, ο οποίος έπληξε σε μεγάλο βαθμό πολλές πόλεις στα βορειοδυτικά παράλια της Θάλασσας του Μαρμαρά, τα στρατεύματα του Σουλεϊμάν πασά είχαν κυριεύσει σημαντικά φρούρια της περιοχής. Προφανώς και η μοναστηριακή ζωή δεν έμεινε ανεπηρέαστη. 

Εντούτοις, η συνέχιση του Γάνου ως μοναστικού όρους, κατ᾽ουσίαν, δεν αμφισβητήθηκε από τους κατακτητές· τα εκκλησιαστικά ιδρύματα διατηρήθηκαν, ενώ τον 17ο αιώνα μάλιστα τεκμηριώνονται διάφορα έργα αναστήλωσης· χαρακτηριστικά, η μονή του Αγίου Γεωργίου Ξενίτη, βόρεια του Hoşköy, ανακαινίσθηκε εκ θεμελίων το 1655, επί πατριαρχίας Ιωαννικίου Β΄.

Η σημαντικότερη εγκατάσταση στο όρος Γάνος ήταν ο ομώνυμος παραθαλάσσιος οικισμός Γάνος (σημερινό Gaziköy) – που έχει ήδη αναφερθεί αρκετές φορές–, ο οποίος, σύμφωνα με μία θρυλική παράδοση, είχε ιδρυθεί ήδη τον 7ο π.Χ. αιώνα από αποίκους που συνόδευαν τον Βύζαντα, τον κτίστη του Βυζαντίου. Μνεία της πόλης απαντάται ήδη σε διάφορους συγγραφείς του 4ου π.Χ. αιώνα (εικ. 2 και 3). Κατά την πρώιμη Παλαιολόγεια εποχή ο Γάνος ήταν έδρα επισκοπής· το 1324 αναβαθμίστηκε σε αρχιεπισκοπή και ήδη από το 1329 είχε ανέλθει σε μητρόπολη, καθεστώς που διατήρησε και επί Τουρκοκρατίας .

Στις αρχές του 20ού αιώνα υπήρχαν στην πόλη τέσσερις γνωστοί ναοί: η Μητρόπολη των Ταξιαρχών, ως ο αρχαιότερος σωζόμενος στην πόλη· ο Ἅγιος Νικόλαος· ο Ἅγιος Χαράλαμπος· και η Παναγία Λαοδηγήτρια, στην κάτω πόλη, κοντά στην ακτή της Προποντίδας . Ο ναός του Αγίου Χαραλάμπους απέκτησε φήμη χάρη σε μία εικόνα του αγίου Αθανασίου (18ου αι.), η οποία αποτελεί ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα τεκμήρια που αναφέρονται στην παρουσία του μεγάλου θεολόγου στο Ιερόν Όρος. Στην πόλη υπήρχε επίσης αγίασμα της Αγίας Παρασκευής.

Επιπλέον, το 1999 τέσσερις εκκλησίες ήταν γνωστές στην ευρύτερη περιοχή της πόλης, οι οποίες, αν και χρονολογούνταν στη μεταβυζαντινή εποχή, πιθανότατα βασίζονταν σε μεσαιωνικούς προδρόμους· δύο από αυτές βρίσκονταν προς βορρά. Πρόκειται πιθανότατα για τους ναούς της Αγίας Παρασκευής, του Αγίου Κωνσταντίνου, Προφήτη Ελισσαίου και Αγίου Κυρίλλου. Όλα αυτά τα κτίρια έχουν καταστραφεί κατά τα τελευταία χρόνια συθέμελα. Πέρα από τις προαναφερθείσες εκκλησίες, στις πηγές μνημονεύονται επίσης τα εξής παρεκκλήσια: Άγιος Μηνάς, Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, Προφήτης Ελισσαίος, Άγιος Δημήτριος, Παναγία Ελεούσα, Αγία Αικατερίνη και Ζωοδόχος Πηγή.
 
Κοντά στον Γάνο υπήρχε μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου με ναό που εθεωρείτο πανέμορφος και πολύ αρχαίος· στον δρόμο προς το Ευδήμιον υπήρχε και άλλος ναός του Γενεσίου της Θεοτόκου, η Νικαίωτισσα, που υπέστη ζημιές το 1913 από τους Βούλγαρους ενώ καταστράφηκε ολοσχερώς τρία χρόνια αργότερα.

Ως ένας ακόμη σημαντικός τόπος στο όρος Γάνος πρέπει να αναφερθεί η Χώρα (σημερινό Hoşköy), που βρίσκεται περίπου τέσσερα χιλιόμετρα νοτιότερα. Πρόκειται επίσης για αρχαία εγκατάσταση, της οποίας η επισκοπική έδρα ενώθηκε κατά τον 16ο αιώνα με εκείνη του Γάνου σε μία επισκοπή για να σχηματίσουν την επαρχία Γάνου και Χώρας ή Γανόχωρα. Το 1561, ένας Θεοφάνης, συμμετέχοντας σε σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, έφερε ακόμη τον απλό τίτλο «μητροπολίτης Γάνου», επομένως η συνένωση των εδρών πρέπει να έγινε μετά από εκείνο το έτος.
Πολυάριθμοι ναοί τεκμηριώνονται στην πόλη της Χώρας· η Μητρόπολη ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου (ή ενδεχομένως στον Ἅγιο Νικόλαο)· υπήρχαν επίσης οι ναοί του Αγίου Χαραλάμπους, του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Ευστρατίου, των Αγίων Θεοδώρων, Αγίου Ευστρατίου (Τζώρτζη) και Αγίου Νικολάου.
Ανάμεσα στα παρεκκλήσια καταγράφονται η Παναγία Ευαγγελίστρια, καθώς και οι ναοί του Αγίου Προκοπίου, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, της Παναγίας Θαλασσινής, του Χριστού και πάλι του Αγίου Νικολάου. Στην πόλη υπήρχαν επίσης τα αγιάσματα της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Κηρύκου .

Αμέσως βόρεια της Χώρας, κοντά στις εκβολές του ρέματος Hora deresi, υπήρχε στην παραλία μονή του Αγίου Γεωργίου, η οποία μάλλον πρέπει να διακριθεί από την ήδη μνημονευθείσα ομώνυμη μονή του Αγίου Γεωργίου Ξενίτη, που βρισκόταν επίσης προς την ίδια κατεύθυνση. Δεν σώζονται σήμερα οικοδομικά κατάλοιπα. Στην ίδια βόρεια όχθη του ποταμού, λίγο πιο μέσα στην ενδοχώρα, υπήρχε σε λόφο η μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.

Στην περιοχή ανάμεσα στο Γάνο, στη Χώρα και στο Μηλιό (σημερινό Güzelköy), που βρίσκεται περίπου τέσσερα χιλιόμετρα στην ενδοχώρα, υπήρχε ήδη από τη Μέση Βυζαντινή περίοδο μια σημαντική ζώνη αμπελοκαλλιέργειας. Η τοπική κεραμική παραγωγή παρήγε ήδη επί Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081–1118) αμφορείς, οι οποίοι έχουν βρεθεί αρχαιολογικά από τη ρωσική Χερσώνα έως την Αίγυπτο και αποτελούν εντυπωσιακή μαρτυρία τόσο της διάδοσης όσο και της εκτίμησης που έχαιρε το κρασί του Γάνου.
Μόλις ένα χιλιόμετρο βορειοδυτικά του Μηλίου υπήρχε, έως τις αρχές του 20ού αιώνα, μία πιθανώς βυζαντινή μονή της Αγίας Θεοδώρας .

Ανάμεσα στους σημαντικούς οικισμούς της περιοχής συγκαταλέγονταν επίσης η Περίστασις (σημερινό Şarköy), που μαρτυρείται για πρώτη φορά τον 11ο αιώνα, η Ηρακλείτσα (σημερινό Eriklice) και το Μυριόφυτον (σημερινό Mürefte). Και αυτοί οι τρεις τόποι ήταν αρχαίες κτίσεις, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς ακόμη και σήμερα από τα πολλά αντίστοιχα αρχαιολογικά κατάλοιπα που βρίσκονται διάσπαρτα στις αντίστοιχες αστικές περιοχές τους (εικ. 9–12).
Η δικαιοδοσία του επισκόπου της Περιστάσεως εκτεινόταν ήδη από το 1032 και στο Μυριόφυτον· ένας Τόμος κατά των Ιακωβιτών, εγκεκριμένος από τον Πατριάρχη Αλέξιο Στουδίτη (1025–1043), υπογράφηκε τον Απρίλιο εκείνου του έτους από έναν Γρηγόριο, ο οποίος αυτοπροσδιορίζεται ως επίσκοπος Περιστάσεως και Μυριοφύτου . 
Στην Ηράκλεια (Ηρακλείτσα), που επί Τουρκοκρατίας ήταν γνωστή για το λάδι και τις ελιές της και που, για να διακρίνεται από την ομώνυμη επαρχιακή πρωτεύουσα 80 χλμ. ανατολικότερα, ονομαζόταν και Ηρακλείτσα (Μικρὴ Ηράκλεια), υπήρχε κατά το β΄ μισό του 18ου αιώνα (1770/80) μετόχι της αθωνικής μονής Ιβήρων.
Την ίδια περίπου εποχή απέκτησε σημασία και το Σχολάριον, το σημερινό Işıklar, 9 χλμ. νότια της παλαιάς επισκοπικής πόλης Χαλκίδος, σήμερα İnecik. Οι δύο ναοί που τεκμηριώνονται εκεί τον 19ο αιώνα, της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Αθανασίου, πρέπει τουλάχιστον να βασίζονταν σε προγενέστερους ναούς βυζαντινής εποχής .
Κατά την Τουρκοκρατία ο όρος Γανόχωρα δεν είχε ακριβώς καθορισμένα όρια· μπορούσε να περιλαμβάνει, με ευρύτερη έννοια, ακόμη και διάφορα χωριά που βρίσκονταν μεταξύ του ίδιου του όρους Γάνου στα νότια και της Εγνατίας Οδού στα βόρεια· με στενότερη όμως έννοια, εκτός από τους ήδη παρουσιασμένους οικισμούς, αναφερόταν μόνο στα εξής χωριά (με αλφαβητική σειρά):

Δρυινοχώριον (Palamut), Ειρηνοχώριον (Araphacı), Ευδήμιον (Uçmakdere), Άγιος Ευθύμιος (Naip), Καλαμίτσιον (A. Kalamıs), Καλόδενδρον (Yayaağaç), Καστάμπολις (Ormanlı), Κεραμεικός (Çanakçı), Κερασιά (Kirazlı), Κρινῶ ή Σιμιτλή (Semetli), Κουμπάον ή Χρυσάμπελος (Kumbağ), Λεπτοχώριον (Yenice), Λιμνίσκη (Gölcük), Λουπίδα (İğdebağları), Μάρμαρον (Mermer), Μήλιον (Güzelköy), Νεοχώριον κοντά στο Barbaros – πιθανώς αποκαλούμενο και Ευγενική (Yeniköy), Νεοχώριον κοντά στην Περίστασιν (Yeniköy), Πλατανίν ή Πλάτανος (Çınarlı), Στέρνα (Tepeköy) και Συνδίκιον (Esendik) .

Σε ολόκληρη την οροσειρά απαντάται πλήθος αγιασμάτων και παρεκκλησίων, μερικά εκ των οποίων μαρτυρούνται ήδη από τη Μέση Βυζαντινή εποχή· η μονή της Αγίας Άννας, τρία χιλιόμετρα νότια του Κουμπάου, χρονολογείται βάσει κτητορικής επιγραφής στο έτος 1077 . Στον χώρο της γειτονικής μονής του Αγίου Νικολάου, όπως και στον κοντινό μοναστηριακό ναό της Παναγίας Γαλατερής, έχουν βρεθεί αρχιτεκτονικά θραύσματα, τα οποία πιθανόν παραπέμπουν σε παλαιότερους ναούς .
Ο ναός του Αγίου Ευθυμίου (στο Naip-köy), περίπου τρία χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Κουμπάου (εικ. 5 και 6), πήρε το όνομά του από έναν επίσκοπο που τιμήθηκε ιδιαίτερα στην περιοχή και έδρασε τον 10ο αιώνα στη Μάδυτο της Χερσονήσου (βλ. Άγιος Ευθύμιος Μαδύτου). Μονή με αυτό το όνομα, που διέθετε και αγίασμα, υπήρχε ακόμη και στα τέλη του 19ου αιώνα. Επίσης υπήρχε ο αφιερωμένος στον Άγιο Αθανάσιο ενοριακός ναός του οικισμού και μια σήμερα χαμένη μονή της Αποτομής του Προσδρόμου, η οποία βρισκόταν στην κορυφή ενός από τους πολυάριθμους λόφους της περιοχής .
Έχουν επίσης επιβεβαιωθεί τα αγιάσματα του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και της Αγίας Τριάδος. Διάφορα βυζαντινά αρχιτεκτονικά θραύσματα φυλάσσονται ακόμη στο χωριό, συμπεριλαμβανομένου ενός θραύσματος κίονα και αρκετών μαρμάρινων θραυσμάτων.

Στον Κεραμεικό, τέσσερα χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Αγίου Εὐθυμίου, υπήρχαν στις αρχές του 20ού αιώνα δύο ναοί, του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Ιωάννη. Τα κτίσματα αυτά, που δεν σώζονται πλέον, ανήκαν στον 19ο αιώνα· δεν μπορεί όμως να αποκλειστεί η ύπαρξη προγενέστερων βυζαντινών μνημείων στον ίδιο τόπο .
Το χωριό Μάρμαρον, τέσσερα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Αγίου Ευθυμίου, πολύ πιθανόν να είναι αυτό που αναφέρεται στο Τυπικό της Μονής Παντοκράτορα του 1136. Επίσης, το Νεοχώριο, που βρίσκεται τέσσερα χιλιόμετρα νότια, υπήρχε ήδη την βυζαντινή περίοδο. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ιδρύθηκε στις αρχές του 14ου αιώνα από πρώην κατοίκους του Ευδημίου, οι οποίοι ήθελαν να αποφύγουν τις συνεχείς επιδρομές της Καταλανικής Εταιρείας. Διάφορα μεσαιωνικά αρχιτεκτονικά τεμάχια, διασκορπισμένα στην περιοχή, επιβεβαιώνουν έναν αληθινό πυρήνα αυτής της αφήγησης. Το χωριό βρίσκεται σε μια κοιλάδα ποταμού κοντά στην Προποντίδα. Αν κατέβει κανείς την κοιλάδα, συναντά τα ερείπια μιας κατεστραμμένης μοναστικής εγκατάστασης, πιθανώς τα τελευταία κατάλοιπα της ανωτέρω αναφερόμενης μονής της Παναγίας Γαλατερής, η οποία μάλλον ανήκε στα μετόχια της αθωνικής μονής των Ιβήρων (Εικ. 7 και 8) .
Το προαναφερθέν χωριό Ευδήμιο βρίσκεται επίσης τέσσερα χιλιόμετρα περαιτέρω νοτιοδυτικά. Οι ληστρικές επιδρομές των Καταλανών πιθανότατα ανάγκασαν τους περισσότερους κατοίκους να φύγουν, ενώ οι εναπομείναντες το 1354 περιήλθαν υπό οθωμανική κυριαρχία (εικ. 4). Στην περιοχή έχουν διασωθεί πολλές επιγραφές από τη βυζαντινή περίοδο: στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, που ανεγέρθηκε τον 19ο αιώνα, υπήρχε η κτητορική επιγραφή ενός προγενέστερου ναού, η οποία την χρονολογούσε στο 1271, καθώς και ένας εκτενής κατάλογος ευεργετών, όπως και η αφιερωματική επιγραφή ενός Ξένου Τορνίκη· και οι δύο πιθανώς από τον 12ο ή 13ο αιώνα. 

Ο γειτονικός ναός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, καθώς και ένα καθίδρυμα της Παναγίας, που ανεγέρθηκε μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877/78 επάνω σε παλαιότερη βάση, διέθεταν μια ελαφρώς νεότερη κτητορική επιγραφή από προγενέστερο ναό, χρονολογημένη στο 1277. Στην εκκλησία αυτή είχε επίσης εντοιχιστεί η ταφική επιγραφή του ιερέα Λουκά, χρονολογημένη στον Δεκέμβριο του 1273.

Επιπλέον, στην περιοχή αναφέρονται ναοί που σήμερα δεν υπάρχουν: Προφήτης Ηλίας, Αγία Τριάδα, Άγιος Νικόλαος, Αγία Μαρίνα και Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, καθώς επίσης οι Άγιοι Θεόδωροι και οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη. 
Η είσοδος του φαραγγιού, που όπως και στην περίπτωση του Νεοχωρίου οδηγεί στην ακτή, ονομάστηκε από την μονή που υπήρχε εκεί, του Αγίου Γεωργίου Ξυλίνη. Στον ναό της μονής υπήρχε ένα αγίασμα με το ίδιο όνομα, γνωστό για τις θεραπευτικές του ιδιότητες. Σύμφωνα με μαρτυρίες της περιοχής, «κάτω από το χωριό» υπήρχαν παλαιότερα αρκετοί τάφοι, ενώ κοντά στη σημερινή εγκατάσταση υπήρχε ελληνική μονή του Αγίου Βασιλείου. Κατά παλαιότερη παράδοση, αυτό ήταν επίσης το όνομα ενός μικρού χωριού εκεί κοντά, το οποίο είχε καταστραφεί από τους Καταλανούς ήδη τον 14ο αιώνα . 
Στην ευρύτερη γειτονική περιοχή του Ευδημίου υπήρχε μικρός ναός του Αγίου Παντελεήμονα. Επιπλέον, υπάρχουν μαρτυρίες για τα εκκλησιαστικά καθιδρύματα των Αγίων Θεοδώρων και Αγίας Κυριακής στην ευρύτερη περιοχή του χωριού. Κοντά στην τελευταία, λέγεται ότι στα μέσα του 19ου αιώνα ζούσε ένας ασκητής σε ένα (ίσως παλαιότερα χρησιμοποιούμενο;) σπήλαιο.

Μεταξύ των χωριών της βορειοδυτικής Γανοχώρας αξίζουν ιδιαίτερης μνείας τα Καστάμπολις, Λεπτοχώριον και Σιμιτλή. Κοντά στην Καστάμπολη υπήρχε μια εντυπωσιακή βυζαντινή οχυρωματική εγκατάσταση. Ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, που βρισκόταν στον οικισμό, καταστράφηκε το 1914, ενώ οι ναοί του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Νικολάου εξαφανίστηκαν μεταξύ 1913 και 1918 .
Στο Λεπτοχώρι υπήρχε μια ελληνική εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, γνωστή και ως Παλαιά Εκκλησία, η οποία χρονολογείται με κτητορική επιγραφή στο 1675· πιθανότατα υπήρχε προγενέστερο βυζαντινό κτίσμα. Στην ευρύτερη περιοχή τεκμηριώνονται τα παλαιά μοναστήρια των Αγίων Μακκαβαίων και Αγίας Παρασκευής, καθώς και τα παρεκκλήσια της Αγίας Παρασκευής με ένα αγίασμα, του Προφήτη Ελισσαίου, του Αγίου Ιωάννη, του Αγίου Κωνσταντίνου και της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού .
Στη Σιμιτλή, εκτός από τον κυρίως ναό της Αγίας Παρασκευής, τεκμηριώνονται και δύο μικρότερες εκκλησίες, του Αγίου Αθανασίου και του Προφήτη Ηλία, οι οποίες καταστράφηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα .
Στην περιοχή των βυζαντινών αμπελώνων μεταξύ Μηλίου και του χωριού Γανος, που βρίσκεται τέσσερα χιλιόμετρα ανατολικά, υπήρχε παλαιότερα μονή της Παναγίας της Μεσσήνης, από την οποία όμως δεν έχουν διασωθεί αρχαιολογικά κατάλοιπα . Σε έναν λόφο στον ίδιο δρόμο υπήρχε, στα τέλη του 19ου αιώνα, εξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία· άλλα παρεκκλήσια γύρω από το Μήλιο ήταν αφιερωμένα στον Άγιο Γεώργιο, στους Αγίους Θεοδώρους, την Αγία Μαρκέλλα και τον Σωτήρα Χριστό.

Στην περιοχή του νοτιοδυτικού όρους Γανος, οι αρχαιολογικές ενδείξεις και τα τοπωνύμια ιερών καθιδρυμάτων είναι ιδιαίτερα πυκνά: η Κερασιά, πέντε χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Χώρας (Hoşköy), αναφέρεται ήδη στην Partitio Imperii Romanie του 1204 οπότε παραχωρήθηκε στους Βενετούς . Το σημερινό τζαμί βρίσκεται στη θέση καθολικού βυζαντινής μονής, στο οποίο προστέθηκε πρόσφατα ένας νέος μιναρές. Κατά τη διάρκεια των εργασιών βρέθηκε τάφος βυζαντινής εποχής με αμφορέα που φέρει την επιγραφή Ιω(άννης). Στο χωριό υπήρχε εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, ενώ στα όρια του χωριού ένα εξωκκλήσιο του Αγίου Δημητρίου . 
Περίπου δύο χιλιόμετρα νοτιοανατολικά βρίσκονται τα ερείπια μονής του Αγίου Γεωργίου, το προγενέστερο κτίσμα της οποίας μπορεί εξίσου να αναάγεται σε στη μεσαιωνική περίοδο . 
Στο χωριό υπάρχουν τα αγίασματα του Προφήτη Ηλία και της Αγίας Άννας, ενώ σε μικρή απόσταση υπήρχαν τα αγίασματα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και της Αγίας Φωτεινής. Το αγίασμα του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου βρισκόταν σε μεγαλύτερη απόσταση. Η ύπαρξη του αγιάσματος του Αγίου Κήρυκου δεν είναι απόλυτα βεβαιωμένη.
Το Πλατάνιν, περίπου δύο χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Κερασιάς, ανήκε το 1136 στη μονή του Παντοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη· στα τέλη του 19ου αιώνα υπήρχαν εκεί δύο αγίασματα αφιερωμένα στον Άγιο Γεώργιο, το ένα εντός και το άλλο εκτός του οικισμού. 

Στο Καλαμίτσι, τέσσερα χιλιόμετρα δυτικά του Μυριοφύτου, υπήρχε στα τέλη του 19ου αιώνα μια μικρή εκκλησία της Παχνιώτισσας. Η τοπική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που διέθετε ομώνυμο αγίασμα, καταστράφηκε μαζί με την εκκλησία του Αγίου Νικολάου κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου .
Μόλις δύο χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Καλαμιτσίου, στη σκιά του επιβλητικού όρους του Προφήτη Ηλία, που υψώνεται περίπου στα 690 μέτρα, βρίσκεται το χωριό Στέρνα, όπου έχουν εντοπιστεί πολυάριθμοι ιεροί τόποι, οι οποίοι επιβεβαιώνουν με εντυπωσιακό τρόπο τη φήμη του Γάνου ως ιερού βουνού (εικ. 13 και 14). Η τοπική παράδοση αναφέρει αρκετούς ναούς, από τους οποίους όμως μόνο λίγοι έχουν διασωθεί ή επιβεβαιωθεί αρχαιολογικά. 
Ο μεγαλύτερος και πιο μεγαλοπρεπής ναός στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν αφιερωμένος στους Παμμεγίστους Ταξιάρχες, ωστόσο δεν είναι γνωστή ούτε η χρονολόγησή του, ούτε αυτή του ναού του Αγίου Δημητρίου. Στο κοιμητήριο στα νοτιοδυτικά του χωριού, μια μικρή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου διατηρούσε τη σεμνή της παρουσία, ενώ στο ίδιο χωριό υπήρχε ένα μετόχι της αθωνικής μονής του Αγίου Παύλου και το παρεκκλήσι του Αγίου Σπυρίδωνα.
Περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά από το χωριό, τεκμηριώνεται ακόμη μια μικρή εκκλησία αφιερωμένη στους Παμμεγίστους Ταξιάρχες (εξωκλήσι).

Το 1999, υπήρχαν ακόμη αρχιτεκτονικά κατάλειπα σε δύο τοποθεσίες του χωριού, αλλά η μία από αυτές φαίνεται καταδικασμένη σύντομα στη λήθη, λόγω των περιορισμένων ιχνών που έχουν απομείνει. Παρόλα αυτά ήταν ορατή η χρήση μεσαιωνικών σπολίων στα διατηρημένα τμήματα τοίχων. Τα κατάλειπα στη δεύτερη τοποθεσία ήταν, αντίθετα, εντυπωσιακά. Σε έναν βυζαντινό ναό σημαντικού μεγέθους, στον οποίο είχαν ενσωματωθεί και διάφορα αρχαία σπόλια από κοντινό ναό του Απόλλωνα, είχε ενσωματωθεί μια μικρότερη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, η οποία με την διατηρημένη κτητορική επιγραφή της χρονολογείται στον Μάρτιο του 1887. Οι συνθήκες των ευρημάτων δικαιολογούν τη θεμελιώδη μεθοδολογική σκέψη να δοθεί αυξημένη προσοχή στα ιερά κτίσματα του 19ου αιώνα, αφού σε πολλές περιπτώσεις υποδεικνύουν τη θέση παλαιότερων, δηλαδή βυζαντινών εγκαταστάσεων.
Στις αρχές του 20ού αιώνα υπήρχαν στη Στέρνα και στη γύρω περιοχή επίσης τα Αγιάσματα των Αγίων Αναργύρων, της Αγίας Παρασκευής, του Αγίου Κωνσταντίνου, του Αγίου Γεωργίου με κοντινή πηγή επωνομαζόμενη Δενδρούλια, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος πλησίον της περιοχής Χαλάνι (Αλάνι), καθώς και των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού· επιπλέον, της Αγίας Μαρίνας και του Αγίου Χαραλάμπους, του Προφήτη Ηλία και του Αγίου Ιωάννη .
Η Λούπιδα, η μεσαιωνική Αραπλή, τέσσερα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Στέρνας και πέντε χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Περιστάσεως, καταγράφεται το 1455 ως χριστιανικός οικισμός με συνολικά 25 οικογένειες. Στις αρχές του 20ού αιώνα υπήρχε ακόμη στο χωριό μια εντυπωσιακή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που χρονολογείται από τη βυζαντινή περίοδο και φέρεται να είχε ανεγερθεί ήδη επί Κομνηνών. Στα ανατολικά του χωριού βρισκόταν η Μονή της Αγίας Τριάδος, από την οποία σήμερα δεν σώζονται αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Το ίδιο ισχύει και για τα εξωκκλήσια των Αγίων Αναργύρων και του Αγίου Ιωάννη του Αποκεφαλιστή στα ανατολικά, του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Νικολάου στα νοτιοανατολικά, καθώς και της Αγίας Παρασκευής και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στα νοτιοδυτικά της εγκατάστασης .
Δεν υπάρχουν αξιόπιστες πληροφορίες για την ηλικία και την εμφάνιση του ναού του Αγίου Αθανασίου στη Λιμνίσκη, οκτώ χιλιόμετρα βόρεια της Περιστάσεως· το κτίσμα καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου . Στο Νεοχώρι, έντεκα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Περιστάσεως, ανευρίσκονται διάφορα βυζαντινά μαρμάρινα τεμάχια· σε διάφορα σημεία χρησιμοποιήθηκαν αρχαία σπόλια για την ανέγερση σπιτιών. Περίπου ένα χιλιόμετρο νοτιοδυτικά του χωριού, στο οροπέδιο Çintepe, υπάρχουν σημαντικά μεσαιωνικά κατάλοιπα οικισμού (εικ. 1) .
Τέλος, τα εκτεταμένα κατάλοιπα οικισμού, που βρίσκονται στα νοτιοδυτικά του σημερινού χωριού Kızılcaterzi, έντεκα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Περιστάσεως και εκτείνονται για πάνω από ένα χιλιόμετρο έως κοντά στην ακτή, πιθανότατα σηματοδοτούν τη θέση της μέχρι σήμερα μη εντοπισμένης οχυρωμένης κοινότητας του Αγίου Γεωργίου, που στις μεσαιωνικές λατινικές πηγές αποδίδει στον Εύξεινο Πόντο και την ονομασία brachium S. Georgii.

Αυτή η υψηλή συγκέντρωση εκκλησιών και μοναστηριών, ιερών τόπων που ακόμη και σήμερα σε πολλές περιπτώσεις μπορούν να τεκμηριωθούν μέσω τοπωνυμίων ή αρχαιολογικών καταλοίπων, υπογραμμίζει εντυπωσιακά την παλαιότερη λειτουργία του Γάνου ως Ιερού Όρους, το οποίο μπόρεσε να διατηρήσει την αίγλη του ακόμη και κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Βρήκε όμως το οριστικό του τέλος το 1923, μετά τη μοιραία Συνθήκη της Λωζάννης.

Για το κείμενο σε μορφή pdf μαζί με τις υποσημειώσεις, βλ. εδώ
Για το πρωτότυπο, γερμανικό, κείμενο, / für den originalen Text, βλ./s.h. εδώ

Βιβλιογραφία

Σ.τ.Ε. Σύντομη αναφορά στα σωζόμενα μολυβδόβουλλα
Σύμφνωα με την καταγραφή του V. Laurent (Le Corpus des sceaux de l’empire byzantin V/2, σ. 152-155), έχουν καταγραφεί τα παρακάτω μολυβδόβουλλα που προέρχονται από τις μονές του Γάνου:
αρ. 1228: 11ος-12ος αι., Φέρει τη μορφή του αγίου Παντελεήμονος και στον οπισθότυπο: Τοῦ Πρώτου τοῦ Γάνου.
αρ. 1229: 11ος-12ος αι. •  Φέρει τη μορφή της Θεοτόκου και στον οπισθότυπο την επιγραφή: Μῆτερ Λόγου κλείς τῶν λόγων πρώτου Γάνου.
αρ. 1230: 11ος αι. • Φέρει τη μορφή Τιμίου Προδρόμου και στον οπισθότυπο την επιγραφή: †Κύριε βοήθει Θεοδώρῳ ἡγουμένῳ καί πρώτῳ τοῦ ὄρους τοῦ Γάνου.
αρ. 1231: 11ος-12ος αι. • Φέρει τη μορφή του αγίου Βασιλείου και στον οπισθότυπο την επιγραφή: Κύριε βοήθει Βασιλείῳ μοναχῷ καί καθηγουμένῳ τοῦ Γάνου.
αρ. 1232: 10ος αι. • Φέρει τη μορφή του Τιμίου Προδρόμου και στον οπισθότυπο την επιγραφή: Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος τοῦ Γάνου.

Χάρτης της περιοχής Ραιδεστού, 1907. Διακρίνεται η έκταση του όρους Γάνου.
Σημειώνονται οι περισσότερες από τις μνημονευόμενες, στο κείμενο, τοποθεσίες.
Τα κύρια μνημεία υποδεικνύονται από τον χαρτογράφο με †.


1 Άποψη του Cintepe κοντά στο Νεοχώριο

2 Άποψη του Γάνου

3 Γάνος, Πηγή με spolia

4 Άποψη από την Kartalkaya βορειοδυτικά του Ευδημίου

5 Το όρος Γάνος στον Άγ. Ευθύμιο (Naip)

6 Η αποκαλούμενη εκκλησία Naip, 5 χλμ. νότια του χωριού

7 Νεοχώριο, η κοιλάδα προς την Προποντίδα

8 Νεοχώριο, αρχιτεκτονικά σπαράγματα

9 Μυριόφυτο, ευρήματα της περιοχής

10 Μυριόφυτο, ευρήματα της περιοχής

11 Ηρακλείτσα, αρχιτεκτονικά σπαράγματα

12 Περίστασις, Αρχιτεκτονικά σπαράγματα



13 Στέρνα, Ναός

14 Στέρνα Κιονόκρανο


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου