| Η κτητορική επιγραφή στο υπέρθυρο του καθολικού (σχέδιο Ακύλα Μήλλα) |
Η μονή Αγίων Ιωακείμ και Άννης ή απλώς «Αγίας Άννης» βρισκόταν στην ακτή της Προποντίδος, νοτιοδυτικά της Ραιδεστού, 3 χλμ. νοτιοδυτικά του Κουμβάγου (Kumbağ). Αποτελούσε το επίνειο της κοινότητας του Νεοχωρίου και αναφέρεται ως η ανατολικότερη μονή της μητροπόλεως Γάνου και Χώρας, πολύ κοντά στα σύνορα με την κοινότητα Κουμβάγου της μητροπόλεως
Ηρακλείας. Συγκαταλέγεται μεταξύ των μονών του όρους Γάνος.Η μονή θεωρείται από τους περισσότερους ως "αρχαίο", κτίσμα του 11ου αιώνα, εξαιτίας επιγραφής, που ανέφερε τη χρονολογία ςφπε, (6585 = 1077).
Η επιγραφή έγραφε: "ΑΝΕΚΑΙΝΗΘΗ Ο ΝΑΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΝ ΗΟΑΚΗΜ ΚΕ ΑΝΗΣ ΜΗΝΗ ΜΑ1Ω Β Ι(Ν)Δ(ΙΚΤΙΩΝΟΣ) ΙΔ ', ΕΤ(ΟΥΣ) ςφπε´, ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΙΣ ΚΩΣΜΑ ΚΑΙ ΙΩ(ΑΝΝΟΥ) ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝΧ(ΡΙΣΤΩ) ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ'.
Η επιγραφή αυτή τοποθετήθηκε στο υπέρθυρο του νέου Καθολικού.
Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί, ότι από την πρώτη λέξη προκύπτει πως η μονή είναι παλαιότερη του 1077, αφού τότε ανακαινίστηκε. Έτσι, κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, η ίδρυση της μπορεί να αναχθεί, ίσως, και προ του 10ου αιώνα.
Ο Μανουήλ Γεδεών υποστήριζε ότι επρόκειτο, μάλλον, για παρεξήγηση και λάθος ανάγνωση της γεμάτης κακογραφίες επιγραφής. θεωρούσε τα ψηφία νεώτερα του υπότιθέμενου 11ου αιώνα, ενώ, πιθανότατα, η σωστή ανάγνωση της χρονολογίας είναι 1585 - δηλαδή, το πρώτο ψηφίο είναι η μονάδα και όχι το έξι, οπότε δεν έχουμε 6585 από κτίσεως κόσμου, αλλά 1585 από Χριστού. Σ' αυτήν την περίπτωση η μονή αποτελεί κτίσμα του 16ου αιώνα, ιδρυμένη επί Ιερεμίου Β'. Βέβαια ο Μ. Γεδεών φρόντισε να δηλώσει, ότι δεν επιθυμούσε να αμφισβητηθεί, ότι η μονή κτίστηκε τον 16ο αιώνα επί των ερειπίων κάποιας παλαιότερης, όμως, αυτή η παλαιά μονή δεν μπορεί να αναχθεί στον 11ο αιώνα.
Είναι δύσκολο να φθάσει κανείς σε ασφαλές συμπέρασμα.
Είναι γεγονός ότι η επιγραφή ξεκάθαρα αναφέρει ως ημερομηνία το έτος 6585 από κτίσεως κόσμου. Ακόμη δεν μπορεί να αποκλειστεί η ύπαρξη μονής προ του 10ου αιώνος, άσχετα αν οι πρώτες πληροφορίες για τον μοναχισμό στην περιοχή χρονολογούνται, περίπου, έναν αιώνα αργότερα.
Η περιοχή από φυσικού της ήταν τόπος κατάλληλος για την ανάπτυξη μοναστικής κοινότητας και αυτό δεν πρέπει να διέφυγε της προσοχής των Βυζαντινών. Επειδή η πλειοψηφία των ερευνητών αποδέχεται την παλαιότητα της μονής, γίνεται αποδεκτή και εδώ, με κάθε επιφύλαξη, αν και η καταστροφή της μετά το 1922 δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας ότι θα διαλευκανθεί το θέμα του χρόνου ίδρυσής της.
Η μονή στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν κατεστραμμένη, χωρίς να είναι κατορθωτό να εντοπιστεί η ακριβής χρονολογία, οι περιστάσεις και οι υπεύθυνοι καταστροφής της. Το 1822 "ανακαλύφθηκε το καθολικό της" (Μ. Γεδεών, Μνήμη Γανοχώρων, σ. 32-33). Ο τρόπος έκφρασης "ανακαλύφθηκε" οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι η μονή το 1822 δεν ήταν απλά κατεστραμμένη αλλά και εξαφανισμένη και ανακαλύφθηκαν τα ίχνη του ναού κάτω από άγνωστες συνθήκες. Τρόπον τινά οι Θρακιώτες ανακάλυψαν εκ νέου μια μονή που είχε καταστραφεί προ πολλών ετών αλλά, ίσως, να μην είχε λησμονηθεί εντελώς.
Είκοσι έτη μετά την ανακάλυψη του ναού, το 1842, άρχισαν οι εργασίες ανοικοδόμησης της, από τους τρεις μοναχούς, τον Ιγνάτιο, τον Γρηγόριο και τον Τιμόθεο, που αφιερώθηκαν και αναλώθηκαν σ' αυτό το έργο, σύμφωνα και μια επιγραφή που υπήρχε στην μονή. Ύστερα από πολλές προσπάθειες, η μονή αναστηλώθηκε και κατέστη ευπρόσωπη.
Στα 1886 διέθετε αρκετά κελλιά και οκτώ μοναχούς. Στα τέλη του 19ου αιώνα αριθμούσε δέκα μοναχούς. Στις αρχές του 20ού αι. ηγούμενός της ήταν ο εκ Νεοχωρίου καταγόμενος ιερομόναχος Αμβρόσιος και η αδελφότητα αριθμούσε ακόμη έξι μέλη. Εξάλλου, διέθετε και σημαντική περιουσία, που την αποτελούσαν κοπάδια αιγών και ένας στολίσκος αλιευτικών πλοιαρίων.
Η μονή πανηγύριζε στις 9 Σεπτεμβρίου. Η ημερομηνία καταστροφής της δεν είναι γνωστή, αλλά πιθανότατα να αντιμετώπισε σοβαρότατα προβλήματα κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ η ιστορία της τερματίζεται το 1922.
• Γεδεών Μανουήλ, Μνήμη Γανοχώρων. Κωνσταντινούπολη 1913


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου