Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2025

18.1. Μονή Αγίου Στεφάνου. Μετόχιο της Μεγίστης Λαύρας / Monastery of St Stephan. Metochion (dependancy) of Megisti Lavra (Mount Athos)

Η Αδριανούπολη στις αρχές του 20ου αι.
Σε πρώτο πλάνο ο πύργος Τσιμισκή.
Με το βέλος σημειώνεται ο ναός του Αγίου Στεφάνου
Αποτέλεσε το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο μετόχια της Αδριανούπολης. Βρισκόταν μέσα στην πόλη, κοντά στο βορειοανατολικό τείχος της. Η αφιέρωση του, ως μετόχιο της Μεγίστης Λαύρας, έγινε το 1608 από τον Αδριανουπολίτη Φιλήμονα, πρωτοσύγκελο της Μεγάλης Εκκλησίας, με τον όρο να απολαμβάνει, όσο ζει, τα μισά από τα κέρδη του εφημερίου του ναού. Τότε ξεκίνησαν και οι εργασίες εργασίες "αvάκτησίς" του, που ολοκληρώθηκαν με την συνδρομή του Αδριανουπολίτου γέρο Δήμου, στις 9 Ιουνίου του 1611, επί μητροπολίτου Αδριανουπόλεως Αvθίμου (; - 1623) και Ιωακείμ ιερομονάχου εφημερίου του ναού.

Ο ναός του Αγίου Στεφάνου κτίστηκε προ του 1608, αλλά η ακριβής χρονολογία ίδρυσης παραμένει ανεξακρίβωτη. Προ της αφιερώσεώς του ως μετόχια, είχε δοθεί στον Φιλήμονα, ως "σταυροπήγιο πατριαρχικό" και αυτός, με την σειρά του, τον παραχώρησε στην Λαύρα. Επιπλέον, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος (β' Πατριαρχία 1608-1612) με Πατριαρχικό και Συνοδικό γράμμα, τον Δεκέμβριο του 1608, αποδέχθηκε την πρωτοβουλία του Φιλήμονα, σχετικά με το νέο καθεστώς του Αγίου Στεφάνου, το οποίο, σημειωτέον, είχε ευεργετηθεί από τους προηγούμενους Οικουμενικούς Πατριάρχες. Ακόμη, όρισε τον Φιλήμονα ως ισόβιο Πατριαρχικό Επίτροπο της μονής και επίτροπο του εφημερίου, που κάθε έτος θα έστελνε η μονή της Μεγίστης Λαύρας. Από τα έσοδα του εφημερίου, τα μισά θα έμεναν στον Φιλήμονα και τα υπόλοιπα θα στέλνονταν στην μονή. Μετά τον θάνατό του, ο Άγιος Στέφανος θα ανήκε στη μονή του Αγίου Όρους, με τη σύμφωνη γνώμη της Αγίας και Ιεράς Συνόδου. 
Χάρτης του κέντρου της Αδριανούπολης. Σημειώνεται ο ναός του Αγίου Στεφάνου. Δεξιά του είναι ο πύργος του Τσιμισκή (με το ρολόι), αριστερά επάνω η Μητρόπολη της Κοιμήσεως και λίγο χαμηλότερα ο ναός Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, μετόχιο του Σινά.
(Χάρτης των Wagner & Debes, 1914)

Σχεδιάγραμμα με τη διάταξη των μνημείων γύρω από τον Μητροπολιτικό Ναό
(Πηγή: Ιωάννης Αλατζάς, Ζω την Αδριανούπολη)

Λίγα έτη αργότερα ανήλθε στον Οικουμενικό Θρόνο ο περιώνυμος Κύριλλος Λούκαρης, που έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα θέματα που απασχολούσαν την μονή της Μεγίστης Λαύρας. Το 1621, ο εφησυχάζων στη Λαύρα επίσκοπος πρώην Σάμου Μαρτύριος, μαζί τον ιερομόναχο Μαvασσή, οι οποίοι είχαν προσκομίσει και γράμμα του Πατριάρχη Τιμοθέου, που επιβεβαίωνε τις αποφάσεις του προειρημένου Πατριάρχη Νεοφύτου, ζήτησαν από τον Κύριλλο να τούς δώσει "γράμμα", που να επιβεβαιώνει το καθεστώς του μετοχίου. Οι δύο Λαυριώτες επισήμαναν στον Πατριάρχη τους αγώνες που έδωσε ο Φιλήμων υπέρ του μετοχίου, καθώς και το έργο που επιτέλεσε, κυρίως, στον κτιριακό τομέα, με την ανέγερση κελλιών και την εκ βάθρων ανέγερση του ναού. 

Έτσι, ο Κύριλλος, τον Απρίλιο του 1621, με σιγιλλιώδες γράμμα του, ικανοποίησε το αίτημα των Λαυριωτών, αναγνώρισε ότι το πατριαρχικό σταυροπήγιο του Αγίου Στεφάνου, με όλα τα προσκτίσματά του και την περιουσία του, θα ανήκει "εις τόv άπαντα αιώvα" στην μονή της Μεγίστης Λαύρας. Τα μισά έσοδά του μετοχίου θα ανήκαν στον Φιλήμονα, μέχρι τον θάνατό του και μετά απ' αυτόν στην μονή. Επίσης, οι συγγενείς του Φιλήμονα δεν είχαν κανένα δικαίωμα στο μετόχια ή στην κινητή και ακίνητη περιουσία του. Το σιγίλλιο υπογράφθηκε και από συνοδικούς. 

Το κείμενο είναι σημαντικό, όχι μόνο επειδή διασώζει μια σημαντική πατριαρχική και συνοδική απόφαση για το μετόχι και την σχέση του με το Πατριαρχείο και την επικυρίαρχο, πλέον, μονή, αλλά επειδή θίγει και το θέμα των διεκδικήσεων των κληρονόμων, οι οποίοι πολλές φορές ήγειραν αξιώσεις επί των μονών και της περιουσίας τους. Παρ' όλες, όμως, τις απαγορεύσεις που περιλαμβάνει το σιγίλλιο αυτό και τις απειλές για αφορισμό όποιου παρενοχλούσε το μετόχιο, τελικά, δεν αποφεύχθηκε η διένεξη με τους συγγενείς του Φιλήμονα, που μετά τον θάνατό του, άρχισαν να προβάλουν αξιώσεις επί του μετοχίου, διεκδικώντας το ήμισύ του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση ταραχής στο μετόχια, γεγονός που ανάγκασε τον Κύριλλο, να στείλει σιγίλλιο, τον Μάρτιο του 1631 (β' Πατριαρχία 1623-1631), με το οποίο παρενέβαινε στο θέμα και έδινε λύση για την απεμπλοκή της μονής απ' αυτό. 

Το σιγίλλιο επαναλάμβανε τις αποφάσεις του Νεοφύτου και του Τιμοθέου, καθώς και τα γνωστά γεγονότα που οδήγησαν στην ίδρυση και ανακαίνιση του μετοχίου. Ιδιαίτερη, όμως, έμφαση έδινε στο γεγονός της ανακαίνισής του με την βοήθεια των Λαυριωτών πατέρων και τη συνδρομή των χριστιανών της περιοχής, κάτι που, ουσιαστικά, αφαιρούσε τα επιχειρήματα των συγγενών του αποθανόντος Φιλήμονα, αφού η απαίτηση να τους δοθεί το ήμισυ του σταυροπηγίου, επειδή τού ανήκε, κρίνεται και αβάσιμη και παράνομη. Τίποτα δεν ανήκε προσωπικά στον Φιλήμονα, ο οποίος δεν το αφιέρωσε ως ιδιοκτήτης του, αλλά ούτε και μετά την αφιέρωση του ανήκε, αφού, απλά, ήταν ο ισόβιος επίτροπός του. Δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες για το θέμα, το οποίο, μετά το πατριαρχικό σιγίλλιο, πρέπει να θεωρείται λήξαν. 

Εννέα έτη αργότερα, το 1640, το μετόχιο ξανακτίστηκε, επειδή λόγω πυρκαϊάς "τελείως εχάλασεv". Προφανώς, η πυρκαϊά προκλήθηκε, το πιθανότερο, ένα δύο έτη νωρίτερα. Το 1640 ολοκληρώθηκε η εκ νέου αναστήλωσή του, επί των ημερών του προηγουμένου Γρηγορίου. Δεκαπέντε έτη αργότερα, πάλι επί Γρηγορίου, ολοκληρώθηκε και η αγιογράφησή του (1655). Οι παραπάνω πληροφορίες βρίσκονταν χαραγμένες σε μαρμάρινη πλάκα, στο εσωτερικό μέρος, πάνω από την αριστερή είσοδο του ναού. 

Το ίδιο, όμως, έτος έχουμε μια νέα πατριαρχική επιβεβαίωση της ανεξαρτησίας του μετοχίου από τον τοπικό επίσκοπο και την αφιέρωσή του στη Μεγίστη Λαύρα. Προφανώς, αμέσως μετά την αναστήλωση του μετοχίου, ο μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Παρθέvιος (1639-1644) θεώρησε κατάλληλη τη στιγμή για να επέμβει στο μετόχιο και, ενδεχομένως, να το θέσει υπό την δικαιοδοσία της μητροπόλεως, παρά τις περί του αντιθέτου πατριαρχικές και συνοδικές αποφάσεις.·

Η τακτική του Αδριανουπόλεως ανάγκασε τους Λαυριώτες να ζητήσουν την επέμβαση του Πατριαρχείου, της αρχής που αναγνώρισε την εξάρτηση του μετοχίου από τη Λαύρα, και που τού παραχώρησε τη σταυροπηγιακή αξία. Πράγματι, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Παρθένιος Α´ (1639-1644), με πατριαρχικό και συνοδικό γράμμα, του Ιουνίου 1640, επαναβεβαίωσε τις προηγούμενες αποφάσεις και επανέλαβε την αναγνώριση του μετοχίου ως υποκειμένου στη Μέγιστη Λαύρα, η οποία θα ασκεί τη διοίκησή του μέσω των κατά καιρούς αποστελλομένων σ' αυτό Λαυριωτών. Επανέλαβε, επίσης, ότι θα μνημονεύεται το όνομα του Πατριάρχη, ενώ ο Αδριανουπόλεως και οι άλλοι κληρικοί και λαϊκοί δεν θα έχουν καμία ανάμιξη στις υποθέσεις του, επί ποινή αργίας ή αφορισμού. 

Φαίνεται, όμως, πως ο Αδριανουπόλεως αντιστεκόταν στην απόφαση του Πατριάρχη να αναγνωρίσει το καθεστώς της μονής. Γι' αυτό, το Πατριαρχείο άσκησε πίεση στον μητροπολίτη, ώστε να αποδεχθεί τις ειλημμένες αποφάσεις και να παύσει να δημιουργεί προβλήματα. Προφανώς οι πιέσεις ήταν ισχυρές, σε σημείο, που ο Παρθένιος ταράχθηκε τόσο, ώστε αναδιπλώθηκε πλήρως από τις προηγούμενες θέσεις του και απέστειλε γράμμα –χαρακτηριστικό υποταγής– προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, στις 8 Αυγούστου 1640, με το οποίο ανακοίνωσε ότι συντασσόταν με την απόφαση του Πατριαρχείου, αν και, σύμφωνα με την γνώμη του, αδικούνταν εμφανέστατα από τον πατριαρχικό "ορισμό". 
Ενδεικτικό του όλου κλίματος που επικρατούσε γύρω από το θέμα είναι το κλείσιμο της επιστολής, όπου ο Παρθένιος, πάλι με δουλικότητα, ανακοινώνει στον Πατριάρχη, ότι οι μοναχοί επιθυμούσαν εκκλησία "κατά τοv ορισμό τους" και όχι "κατά τον ορισμό της Παvαγιότητάς του". 

Το 1644 ο εν λόγω Παρθένιος αναρριχήθηκε στον Οικουμενικό Θρόνο, ως Παρθένιος Β' (1644-1646, 1648-1650), ενώ μητροπολίτης εξελέγη ο Νεόφυτος (1644-1688). Κατά την διάρκεια της δεύτερης Πατριαρχίας του απέσπασε το μετόχια από τη Μεγίστη Λαύρα και εξεδίωξε τον Νεόφυτο από την επαρχία του. Όταν το 1650 απομακρύνθηκε ο Παρθένιος Β' από τον Θρόνο, ο Νεόφυτος επέστρεψε στην έδρα του και θεώρησε καλό να στείλει γράμμα στη Μεγίστη Λαύρα, στις 24 Ιουνίου 1651, με το οποίο ανακοίνωνε στους πατέρες την απόφασή του, ο ναός του Αγίου Στεφάνου να επιστραφεί ως μετόχιο στη μονή, χωρίς, όμως, να απολαμβάνει την ανεξαρτησία που είχε από τη μητρόπολη, επί των ημερών του Παρθενίου Α'. Έτσι, όριζε να δίδεται στην μητρόπολη το ποσό των τριών χιλιάδων άσπρων κατ' έτος, ως εμβατοίκιον, σε ένδειξη κυριαρχίας της τοπικής εκκλησίας επ' αυτό και να μνημονεύεται το όνομα του.

Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι σε διάστημα έντεκα χρόνων το μετόχιο άλλαξε τρεις φορές καθεστώς: το 1640, επί πατριάρχου Παρθενίου Α', επαναβεβαιώθηκε η ανεξαρτησία του, ως πατριαρχικού σταυροπηγίου και μετοχίου, για να απολεστεί από τη Μεγίστη Λαύρα, το 1648-1651, επί πατριάρχου Παρθενίου Β ' και, τελικά, να επιστραφεί στην ως άνω μονή, ως μετόχιο, το 1651, επί μητροπολίτου Νεοφύτου, χωρίς να αποκατασταθεί η προτέρα του ανεξαρτησία, ενώ δεν γινόταν λόγος και για την σταυροπηγιακή του αξία. Όλα αυτά αποτελούν σαφή δείγμα της διαπάλης για την κυριαρχία του μετοχίου, στην οποία εμπλέκονταν η επικυρίαρχος μονή Μεγίστης Λαύρας, η τοπική εκκλησία της Αδριανουπόλεως και ο Οικουμενικός Θρόνος. 

Οι Λαυριώτες θεώρησαν ορθό να ζητήσουν την πατριαρχική έγκριση για τα συμφωνηθέντα με τον μητροπολίτη Αδριανουπόλεως. Πράγματι, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωαννίκιος Β' (1646-1648, 1650-1651, 1652- 1654, 1655-1656) αναγνώρισε και επικύρωσε, με σιγίλλιό του , τον Ιούλιο του 1651, τη συμφωνία των Λαυριωτών –οι οποίοι, σημειωτέον, ήταν σύμφωνοι να πληρώσουν το εμβατοίκισ– με την μητρόπολη. Ούτε με αυτό το κείμενο αποκαταστάθηκε η προηγούμενη ανεξαρτησία του μετοχίου, ενώ, για άλλη μια φορά, δεν γινόταν λόγος για τη σταυροπηγιακή του αξία. Τρόπον τινά, το Πατριαρχείο δείχνει να απομακρύνεται απ' αυτό, αφήνοντας τη Μεγίστη Λαύρα και τη μητρόπολη Αδριανουπόλεως να κανονίσουν τα του καθεστώτος και της λειτουργίας του. 

Δύο έτη αργότερα νέα εμπλοκή παρουσιάστηκε στα ζητήματα του μετοχίου. Αυτή την φορά ήταν το ρουφέτι των αμπατζήδων, που είχε πρόβλημα με τους Λαυριώτες, επειδή οι μοναχοί χρησιμοποιούσαν υπέρ της μονής της Μεγίστης Λαύρας τα έσοδα από τα ενοικιαζόμενα ακίνητα. Ειδικότερα, θέλησαν οι αμπατζήδες να υπάρξει πατριαρχική και συνοδική απόφαση για το θέμα των εσόδων του μετοχίου, ώστε να μην ζημιωθούν ούτε οι πατέρες, ούτε η εκκλησία του Αγίου Στεφάνου. 

Πράγματι ο Πατριάρχης Ιωαννίκιος, με σιγίλλιο του, τον Δεκέμβριο του 1653, καθόρισε το ως άνω ζήτημα. Η απόφαση αφαιρούσε πολλές από τις προσόδους της επικυριάρχου μονής, αφού οι Λαυριώτες εδικαιούντο μόνο τα έσοδα από τις διάφορες ακολουθίες (τα λεγόμενα τυχερά), ενώ έπρεπε να καταβάλλεται και το εμβατοίκιο. Τα υπόλοιπα έσοδα (κυρίως αυτά που προέρχονταν από ενοίκια και τις πωλήσεις των κεριών) έμεναν στην εκκλησία του Αγίου Στεφάνου και θα τα διαχειρίζονταν η επιτροπή των λαϊκών. Μάλιστα, ο Ιωαννίκιος συνιστά στους μοναχούς να μην ενοχλούν πλεονεκτικά την επιτροπή και τον ναό του Αγίου Στεφάνου. 
Κατ' αυτόν τον τρόπο περιορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό τα έσοδα των Λαυριωτών, η τοπική εκκλησία καθίστατο ο ουσιαστικός ρυθμιστής των πραγμάτων της μονής, ενώ το κέντρο βάρους της διοίκησης του μετοχίου έπεφτε στους λαϊκούς, που, πλέον πιά, άρχισαν να χρησιμοποιούν το μετόχι ως μια από τις ενορίες της πόλης. 

Βλέπουμε, λοιπόν, μια αργή, πλην σταθερή, διολίσθηση του μετοχίου, από την αρχική του μορφή, σε έναν ενοριακό ναό της Αδριανούπολης, με "ειδικό", τρόπον τινά, καθεστώς. 
Η τάση της μητροπόλεως να αναλάβει πλήρως το μετόχιο και να του προσδώσει καθεστώς ενορίας εξακολούθησε αυξανόμενη για τις επόμενες δύο δεκαετίες. Φθάνουμε, λοιπόν, στο 1672, οπότε και η απαίτηση της μητρόπολης για πλήρη εξάρτηση του Αγίου Στεφάνου απ' αυτήν κορυφώνεται, σε σημείο, που οι Λαυριώτες προσέφυγαν στον Οικουμενικό Πατριάρχη, ζητώντας να μην αλλάξει το καθεστώς του μετοχίου. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ ' Μουσελίμης, με πατριαρχικό και συνοδικό γράμμα, την lη Ιουνίου 1672, δέχθηκε την αίτηση των μοναχών, επέτρεψε να συνεχίσει ο Άγιος Στέφανος να είναι μετόχιο Λαυρεωτικό, αλλά θα πλήρωνε στην μητρόπολη ετήσιο εμβατοίκιο οκτώ χιλιάδων άσπρων και θα υπάκουαν στον μητροπολίτη Αδριανουπόλεως, όπως όλοι οι ιερείς της επαρχίας του. Η απόφαση αυτή, δεν παράδιδε το μετόχιο στη μητρόπολη, αλλά σε καμία περίπτωση, δεν ικανοποιούσε τους Λαυριώτες, που έβλεπαν να αυξάνουν οι οικονομικές τους υποχρεώσεις έναντι της μητροπόλεως. 

Με την πάροδο των χρόνων ο ναός άρχισε να παρουσιάζει διάφορα προβλήματα, λόγω φθοράς, με αποτέλεσμα το 1693, επειδή ήταν "σεσαθρωμένος", να ξανακτισθεί εκ θεμελίων, επί των ημερών του προηγουμένου Γρηγορίου του Λαυριώτου. Για την ανέγερσή του υπήρχε η σύμφωνη γνώμη της ιερής σύναξης της Μεγίστής Λαύρας και χρειάστηκαν να δαπανηθούν δέκα χιλιάδες γρόσια. 

Στις αρχές του 18ου αιώνα δεν είχε αλλάξει τίποτα στις σχέσεις μετοχίου - μητροπόλεως. Στις 15 Αυγούστου του 1710 ο μητροπολίτης Αθανάσιος Β, (1709-1739), με γράμμα του, επιβεβαίωσε τα καθορισμένες αρχιερατικές αποδοχές που λαμβάνονταν από τους Λαυριώτες. Έτσι, ο ηγούμενος έδινε στον μητροπολίτη, ως ετήσιο εμβατοίκιο εβδομήντα γρόσια και τριακόσια άσπρα για την απόδειξη του εμβατοίκιου. Ακόμη, λάμβανε από τον ηγούμενο και από κάθε ένα ιερομόναχο από εξακόσια άσπρα ή δύο φλουριά, τα λεγόμενα "φιλότιμα". Η αύξηση αυτή των ποσών δικαιολογείται από την επέκταση και την αύξηση της ενορίας του μετοχίου. 

Σαράντα τρία έτη αργότερα η μονή έπρεπε να ανακαινιστεί, εξαιτίας της φθοράς, που επέφερε ο χρόνος. Έτσι, ξανακτίστηκαν τα κελλιά και ανακαινίστηκε ο ναός, το 1734, επί Καλλινίκου προηγούμενου και σκευοφύλακος, κατόπιν μεγάλων κόπων και πολλών εξόδων. 

Τον Φεβρουάριο του 1741, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Παϊσιος Β' ενέκρινε τα ποσά που έδιναν οι πατέρες του μετοχίου στη μητρόπολη, το ύψος των οποίων παρέμεινε αμετάβλητο, όπως παρουσιάστηκαν στο γράμμα του μητροπολίτη Αθανασίου το 1710. Για την ρύθμιση αυτή υπήρξε πρωτίστως συνεννόηση με το μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Διονύσιο (1739-1774). Ο Ευλόγιος Κουρίλας εικάζει, ότι τα ποσά δεν αυξήθηκαν, παρόλη την αύξηση των προσόδων του μετοχίου εξαιτίας του λιμού, που ενέσκηψε στην Αδριανούπολη, ένα έτος νωρίτερα, το 1740. 

Το 1747 καταστράφηκε τμήμα του μετοχίου από πυρκαϊά που αποτέφρωσε τον εν τρίτο της πόλης. Ο τότε προηγούμενος Άvθιμος το αναστήλωσε με δικά έξοδα, ενώ τοποθέτησε και καινούρια κεραμίδια στην οροφή του ναού, που την είχαν πατήσει οι Τούρκοι για να κατασβήσουν την πυρκαϊά. Για την ίδια εποχή υπάρχει μαρτυρία, ότι στο μετόχιο λειτουργούσε σχολείο, κατά πάσα πιθανότητα, αντίστοιχο των σημερινών δημοτικών σχολείων. 

Σαράντα έτη αργότερα, τον Ιούνιο του 1781, με σιγίλλιο του Πατριάρχη Γαβριήλ Δ' (1780-1785), με την σύμφωνη γνώμη του μητροπολίτη Καλλινίκου (1780-1792), υπάρχει η εκ νέου επιβεβαίωση και επανέγκριση των ανωτέρω ποσών, τα οποία, παρόλη την πάροδο του χρόνου, έμειναν σταθερά, αφού η παλαιά συμφωνία ικανοποιούσε και τις δύο πλευρές. 

Βλέπουμε, λοιπόν, να παρουσιάζεται ύφεση, ακολουθούμενη από μια σταθερότητα, στις σχέσεις της Μεγίστης Λαύρας με τη μητρόπολη, από τα τέλη του 17ου αιώνα, μέχρι το 1781. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η συμφωνία αμφοτέρων των πλευρών σχετικά με τις οικονομικές απολαβές της μητρόπολης από το μετόχιο, εις ένδειξη σεβασμού και υπακοής του στην τοπική εκκλησία, γεγονός που αποτελεί σαφή υποχώρηση της μονής από τα αρχικώς κανονισθέντα κατά την πρώτη περίοδο μετά την ίδρυσή του μετοχίου. 

Την καλή αυτή περίοδο ακολούθησε μετά από λίγα έτη περίοδος "ισχνών αγελάδων'' για την επικυρίαρχο μονή Μεγίστης Λαύρας. Η μονή, ευρισκόμενη σε δεινή οικονομική κατάσταση και χρωστώντας υπέρογκα ποσά, ζήτησε και έλαβε έγκριση από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Νεόφυτο, να πουλήσει τα αργυρά σκεύη του μετοχίου, για να καλύψει, με το κέρδος της πώλησης, τα χρέη τους. Για τον λόγο αυτό εστάλη στην Αδριανούπολη ο προηγούμενος της μονής Γεράσιμος. Όμως, το ρουφέτι των "μπακάλιδωv'' αντέδρασε σθεναρά σ' αυτό το ενδεχόμενο και προσεφέρθη να εξυπηρετήσει τη Μεγίστη Λαύρα, δανείζοντάς της δύο χιλιάδες γρόσια για να μπορέσει να ξεπληρώσει το χρέος της. Το γεγονός αυτό έτυχε πατριαρχικής και συνοδικής έγκρισης, από τον Πατριάρχη Νεόφυτο Ζ ', με πατριαρχικό και συνοδικό γράμμα του Δεκεμβρίου 1789. Έτσι, διευκολύνθηκε οικονομικά η Μεγίστη Λαύρα, αλλά εμποδίστηκε και η εκποίηση των αργυρών σκευών του μετοχίου. Με αυτές τις εξελίξεις τελείωσε και ο 18ος αιώνας. 

Ο 19ος αιώνας απεδείχθη αρκετά δύσκολος για το μετόχιο, ιδίως μετά την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης. Ο αιώνας ξεκίνησε με καλούς οιωνούς και, μάλιστα, το μετόχια ενίσχυε το ελληνικό σχολείο που ιδρύθηκε το 1814 "εv μέσω του σαραϊου". Οι πολλές και διάφορες δαπάνες του μετοχίου καλύπτονταν από την ενορία που του ανήκε και, που στα μέσα του 18ου αιώνα, αριθμούσε οκτακόσιες οικογένειες. Όταν, όμως, εξερράγη η ελληνική επανάσταση άρχισε και η περίοδος παρακμής της δύναμής του, σε σημείο, που το 1830 το χρέος του έφτανε τις τριάντα χιλιάδες γρόσια. Στη Μεγίστη Λαύρα έστελναν ετησίως μόλις τρεις με πέντε χιλιάδες γρόσια. Στα 1883, εξαιτίας της διαφωνίας με την ενορία της Αγίας Τριάδος Κιγικίου, σχετικά με τα όρια των δύο ενοριών, ο μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Νεόφυτος (1880-1886), επενέβη και καθόρισε τα μεταξύ τους όρια. Επίσης, κάθε έτος στις 27 Δεκεμβρίου, εορτή του αγίου πρωτομάρτυρα Στεφάνου, που πανηγύριζε το μετόχιο, τελούνταν και η εορτή του εσvαφίου των ραπτάδωv, οι οποίοι τό ενίσχυαν και δώριζαν διάφορα ποσά. 

Αξίζει, ειδικά, να τονιστεί η ενίσχυση της επικυριάρχου μονής από το μετόχιο, μέσω των ποσών που στέλνονταν έως το 1922. Σε κώδικα της μονής Μεγίστης Λαύρας σώζονταν διάφορες πληροφορίες για τα ποσά που το μετόχιο εξασφάλιζε δικαιωματικά στην Μεγίστη Λαύρα. Η ως άνω εκτεθείσα κατάσταση του μετοχίου δεν μεταβλήθηκε και πολύ κατά τον 20ό αιώνα και μέχρι το 1922. 

Το μετόχιο δεν ήταν πολύ μεγάλο σε έκταση. Εκτός από τον ναό του Αγίου Στεφάνου υπήρχαν κελλιά για τους μοναχούς και διάφοροι άλλοι χώροι. Σ' αυτό διέμεναν συνήθως 4-5 Λαυριώτες πατέρες: ο προηγούμενος του μετοχίου, που ήταν αρχιμανδρίτης και εκτελούσε καθήκοντα ηγουμένου, δύο ιερομόναχοι, ως εφημέριοι, ένας ιεροδιάκονος και ένας κανδηλανάπτης. Ως ψάλτες προσελάμβαναν ντόπιους Αδριανουπολίτες. Η ηγουμενία είχε διάρκεια πέντε έτη. 

Στο μετόχιο φυλάσσονταν τμήμα του Τιμίου Σταυρού, ύψους δώδεκα εκατοστών και πλάτους οκτώ, μέσα σε αργυρή θήκη. Κατά την εκκένωση της πόλης από τους Έλληνες, το 1922, το διέσωσε ο τελευταίος του ηγούμενος, ο Ισαάκ και το μετέφερε στην μονή της Μεγίστης Λαύρας. Ακόμη, στη μονή βρέθηκε, στα μέσα του 19ου αιώνα, μια επιγραφή, που εικάζεται ότι ανήκει στον διάκονο της Μεγάλης Εκκλησίας Κομεντίολο, που ενταφιάστηκε στο χώρο, όπου αργότερα ανηγέρθη ο Άγιος Στέφανος, τον Νοέμβριο του 577. 

Το μετόχιο παρέμεινε στα χέρια των Λαυριωτών ως τα μέσα Οκτωβρίου του 1922, οπότε, όταν οι Έλληνες εγκατέλειψαν την Αδριανούπολη, εκκενώθηκε και αυτό από τους τελευταίους μοναχούς του. Ο προηγούμενος Ισαάκ φρόντισε να διασώσει τα αργυρά σκεύη και τα κειμήλια του ναού, αφήνοντας πίσω του τα προσωπικά του είδη, αλλά και έναν σπουδαίο κώδικα με πολλά στοιχεία για την ιστορία του μετοχίου. Μετά την παράδοση της πόλης στους Τούρκους το μετόχιο καταστράφηκε. 

Σ.τ.Ε.: 
• Το 1526 κάηκε η μονή Αγίου Στεφάνου
• Το 1498 εγκαταστάθηκε στη μονή Αγίου Στεφάνου Αδριανουπόλεως ο άγιος Νήφων, μετά τη δεύτερη εκθρόνισή του από τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Στη μονή παρέμεινε έως το 1504, οπότε τον κάλεσε ο ηγεμόνας Ράντου Δ´, ο Μέγας, για να αναδιοργανώσει την εκκλησιαστική ζωή της χώρας του.

Βιβλιογραφία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου