Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025

Μαμαλούκος Σταύρος, Συμπληρωματικά στοιχεία για την αρχιτεκτονική της Καθολικής Εκκλησίας (Φατίχ Τζαμί) της Αίνου









PDF 


Περίληψη / Summary

Α. Η ερειπωμένη βυζαντινή εκκλησία που βρίσκεται μέσα στο Κάστρο  της Αίνου (Enez), γνωστή μέσω της βιβλιογραφίας ως Fatih Camii, έχει αποτελέσει αντικείμενο πολυάριθμων μελετών και αναφορών από πολλούς μελετητές της βυζαντινής αρχιτεκτονικής από τη δεκαετία του '60. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται οι: Α: S. Eyice, ο οποίος μελέτησε πρώτος το μνημείο, ο C. Mango, ο Π. Βοκοτόπουλος, ο R. Ousterhout, στον οποίο οφείλουμε την πιο συστηματική μελέτη του ναού μέχρι σήμερα, καθώς και μια σειρά πολύτιμων παρατηρήσεων για το κτίριο και την εποχή του, Α. Erzen, Μ. Tunay , Θ. Παπαζώτο και τον συγγραφέα. Ωστόσο, μια συστηματική δημοσίευση που να συνοδεύεται και να υποστηρίζεται από μια εμπεριστατωμένη τεκμηρίωση δεν έχει ακόμη γίνει. Αυτό είναι αναγκαίο δεδομένης της σημασίας του ναού, που αποτελεί αναμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Θράκης, και των δυσκολιών που ανακύπτουν στη μελέτη του λόγω της κακής κατάστασής του. Όσον αφορά την τεκμηρίωσή του, μπορεί να σημειωθεί ότι έχουν δημοσιευθεί φωτογραφίες από τους S. Eyice, C. Mango, R. Ousterhout, Μ. Tunay, Θ. Παπαζώτος (φωτογραφίες των Γ. Λαμπάκη και Π. Κονόρτα), Α. Μήλλα, καθώς και από τους Στ. και Ι. Αποστολίδη, Δ. Μηναΐδη και Μ. Φακίδη στο βιβλίο «Θράκη. Το σταυροδρόμι των Ελλήνων». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι φωτογραφίες των Γ. Λαμπάκη και S. Eyice, οι οποίες απεικονίζουν το μνημείο πριν από τις καταστροφές που υπέστη τις τελευταίες δεκαετίες. Το μοναδικό μέχρι σήμερα δημοσιευμένο σχέδιο του μνημείου ανήκει στον καθηγητή S. Eyice.
Β. Το Fatih Camii βρίσκεται στη βορειοανατολική γωνία του Κάστρου της Αίνου. Ο βυζαντινός ναός, παραμορφωμένος από εκτεταμένες επισκευές κατά την οθωμανική περίοδο και ήδη με σοβαρά δομικά προβλήματα, λειτούργησε ως τζαμί μέχρι τη δεκαετία του '60, όταν κατέρρευσε από σεισμό. Έκτοτε παραμένει ερείπιο, εκτεθειμένο στην αδυσώπητη φθορά του χρόνου.
Τίποτα δεν είναι σίγουρα γνωστό για την προγενέστερη ιστορία του μνημείου, το οποίο αναμφίβολα ήταν η «Καθολική Εκκλησία», δηλαδή ο Καθεδρικός Ναός, της Αίνου. Η αφιέρωσή του παραμένει άγνωστη. Το όνομα «Αγία Σοφία», που αποδίδεται στο μνημείο σε ορισμένες περιπτώσεις, φαίνεται εντελώς αυθαίρετο. Η τοπική παράδοση, που δεν μπορεί να είναι ιδιαίτερα αξιόπιστη, αναφέρει ως όνομα που πήρε ο ναός το «Άγιος Κωνσταντίνος». Ο Ousterhout υποθέτει -δικαίως φαίνεται- ότι η εκκλησία ήταν πιθανότατα αφιερωμένη στην Παναγία, θέση με την οποία συμφωνεί και ο Παπαζώτος.
Γ. Ο ναός (σχέδια 1-8) αποτελείται από τον κυρίως ναό, τον νάρθηκα που είναι σύγχρονος με αυτόν και έναν τελευταίο εξωνάρθηκα. Ο τυπολογικά ιδιόμορφος σταυροειδής εγγεγραμμένος σε τετράγωνο ναός έχει εντυπωσιακές διαστάσεις: το μήκος του είναι 29,30 μ. και το πλάτος του 21 μ. χωρίς να υπολογίζονται οι κόγχες του ιερού. Το σταυροειδές σώμα του ορίζεται από τοίχους που διαπερνώνται από ανοίγματα που επικοινωνούν με τα γωνιακά διαμερίσματα. Μάλιστα αυτά του δυτικού βραχίονα του σταυρού είναι δίβηλα (εικ. 14). Η στέγασή του γίνεται με ημικυλινδρικούς θόλους κατά μήκος των βραχιόνων του σταυρού και των παραβημάτων και με ζεύγη σταυροειδούς θόλου πάνω από τα δυτικά γωνιακά διαμερίσματα (σχέδιο 1). Ο προ πολλού κατεστραμμένος τρούλος στηριζόταν σε ένα σύστημα ενισχυτικών τόξων (σχέδια 1-4, εικ. 14, 16-18), το οποίο, αν και έχει ενισχυθεί κατά την οθωμανική περίοδο (εικ. 15, 18), είναι το αρχικό. Αδιαμφισβήτητη απόδειξη γι' αυτό, είναι η συνέχεια και στα ποδαρικά των τόξων του κοσμήτη που διαρθρώνει καθ᾽ ύψος το εσωτερικού του ναού στη στάθμη γενέσεως της θολοδομίας (εικ. 18).
Ο R. Ousterhout έχει μελετήσει συστηματικά την τυπολογία της εκκλησίας της Αίνου και ορθά τη συσχετίζει με μια ομάδα εκκλησιών του 12ου αιώνα, όπως οι Kalenderhane Camii και Giil Camii στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και (αυτή τη φορά ίσως υπερβολή) με μια άλλη ομάδα, που αναφέρεται στην αγγλική βιβλιογραφία ως εκκλησίες τύπου «atrophied greek-cross plan», ο οποίος στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί «συνεπτυγμένος ή μονόχωρος σταυροειδής με τρούλο», όπως το καθολικό της μονής της Χώρας στη φάση των Κομνηνών, η εκκλησία του Αγίου Αβερκίου στο Kusunlu κ.λπ. Μελετώντας αυτές τις εκκλησίες ο Ousterhout κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα παρατηρείται μια αναβίωση παλαιότερων τύπων, συγκεκριμένα του τύπου που είναι γνωστός στα αγγλικά ως «cross domed basilica», δηλ. του «μεταβατικού σταυροειδούς με τρούλο και περίστωο, ο οποίος σχετίζεται με συγκεκριμένες τάσεις και γεγονότα της εποχής. Χωρίς να υπονομεύει κανείς τη σημασία αυτών των ενδιαφέρουσων απόψεων του Ousterhout, μπορεί να παρατηρήσει ότι, δεδομένης της μαζικής απώλειας των εκκλησιών του τέλους του 10ου και του 11ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ο τύπος αυτός δεν αναβίωσε τον 12ο αιώνα, αλλά στην πραγματικότητα επιβίωσε παράλληλα με τους λοιπούς τυπικούς σταυροειδοίς εγγεγραμμένους.
Ο τριμερής νάρθηκας του ναού φαίνεται να ήταν προστατευμένος με ένα ημικυλινδρικό θόλο στη μέση και δύο σταυροθόλια σε κάθε πλευρά (σχέδιο 1). Πάνω από τον νάρθηκα και τα δυτικά γωνιακά διαμερίσματα της εκκλησίας υπήρχε ένας όροφος (σχέδιο 3-5), ο οποίος περιέργως παραλείπεται τόσο από τον Eyice όσο και από τον Ousterhout. Η οπτική επαφή μεταξύ των διαμερισμάτων που βρίσκονται πάνω από τα δυτικά γωνιακά διαμερίσματα και της εκκλησίας εξασφαλιζόταν από τοξωτά ανοίγματα, που διαπερνούσαν τους τοίχους των χώρων αυτών, με θέα τους δυτικούς, νότιους και βόρειους βραχίονες του σταυροειδούς σώματος της εκκλησίας (σχέδια 3-5, εικ. 2, 5, 14). Η ύπαρξη Κατηχουμένων πάνω από νάρθηκες μεγάλων βυζαντινών εκκλησιών είναι συνηθισμένη. Ωστόσο, η επέκτασή τους πάνω από τα γωνιακά διαμερίσματα είναι σπανιότερη.
Τόσο ο νάρθηκας όσο και ο κυρίως ναός είχαν πρόσβαση από τρεις πόρτες κατά μήκος των δυτικών τους τοίχων (σχέδιο 1, εικ. 12). Το εσωτερικό της εκκλησίας φωτιζόταν πλούσια από πολυάριθμα μονόλοβα παράθυρα –ανά δύο στις πλάγιες όψεις των γωνακών διαμερισμάτων– (σχέδια 1, 2, 5, 7, εικ. 2, 5), ανά ένα στις κόγχες των παραβημάτων  (σχέδιο 1) και τρία στην κόγχη της αψίδας (σχέδια 1, 2, 4, εικ. 2, 5). 15), ένα δίβηλο άνοιγμα και δύο επάλληλα τρίλοβα παράθυρα πάνω από αυτό στα τύμπανα του βόρειου και του νότιου σκέλους του σταυρού (σχέδια 1, 3, 5-7, εικ. 2-4) και τα παράθυρα του τρούλου, ο αριθμός και το σχήμα των οποίων δεν μας είναι γνωστά. Όσον αφορά τα παράθυρα του ναού, αξίζει να παρατηρήσουμε τα τρίλοβα με υπερυψωμένο τον μεσαίο λοβό παράθυρα των τυμπάνων του βόρειου και του νότιου σκέλους του σταυρού (σχέδια 5, 7, εικ. 3). Στην πραγματικότητα το βόρειο από αυτά ήταν του λεγόμενου «συνθέτου τύπου» (σχέδιο 7).
Τόσο στο σύνολό του όσο και στα αποσπασματικά στοιχεία του, ο ναός χαρακτηρίζεται από ακριβή χάραξη. Η αρχική μορφή των στεγών του ναού δεν είναι γνωστή. Έτσι, δεν είναι γνωστό αν οι στέγες των σκελών του σταυρού ήταν διαμορφωμένες ως καμπύλες ή ως δίρριχτες. Σε κάθε περίπτωση φαίνεται ότι στο εξωτερικό διαγραφόταν με αρκετή σαφήνεια η διάρθρωση του εσωτερικού. Οι όψεις του ήταν πλήρως διαρθρωμένες με τυφλά αψιδώματα με απλή εσοχή στο κάτω μέρος τους και με διπλή εσοχή στο επίπεδο των τόξων. Στην ανατολική του όψη κυριαρχούν οι πολύπλευρες κόγχες του ιερού, από τις οποίες τουλάχιστον αυτή του Ιερού Βήματος έχει υποστεί σοβαρές αλλοιώσεις από τις οθωμανικές επεμβάσεις (εικ. 1).
Οι τοίχοι του ναού είναι χτισμένοι με εναλλασσόμενες ζώνες από λιθοδομή και πλινθοδομή κατασκευασμένες με την τεχνική της «αποκεκρυμμένης πλίνθου» (εικ. 4, 12). Οι επιφάνειες τους ήταν προσεκτικά και με επιμέλεια αρμολογημένες με αρμολόγημα, το οποίο κάλυπτε τσε μεγάλο ποσοστό τους λίθους. Πάνω στο αρμολόγημα ήταν χαραγμένες γραμμές που, τόσο στις ζώνες της λιθοδομής όσο και στις ζώνες της πλινθοδομής αποκαθιστούσαν τις αβλεψίες της κατασκευής και τις ανωμαλίες των λίθων και των πλίνθων. Στους φαρδείς αρμούς της τοιχοποιίας υπήρχαν διπλές κατακόρυφες χαράξεις (εικ. 19). Οι τομές γίνονται με μεγάλη προσοχή και πιθανώς με ειδικό αιχμηρό εργαλείο. Στα τύμπανα των τυφλών τόξων και στα ανώτερα τμήματα των κογχών της αψίδας υπήρχε αρκετά πλούσιος πλινθοκεραμοειδής διάκοσμος (εικ. 1, 6). Τα τόξα και οι θόλοι ήταν εξ ολοκλήρου από πλίνθινα (εικ. 3, 6, 12, 14, 20).
Δυτικά του ναού προστίθεται ένας εντυπωσιακός εξωνάρθηκας που καταλαμβάνει όλο το πλάτος του ναού (σχέδια 1-5, 7, 8, εικ. 7-9). Ο Ousterhout πιστεύει ότι ο εξωνάρθηκας ήταν αρχικά ισόγειος και ξυλόστεγος. Ωστόσο, κρίνοντας από τη βαριά δομή του σε συνδυασμό με την ύπαρξη ενός ορόφου πάνω από τον νάρθηκα, μπορεί κανείς λογικά να συμπεράνει ότι ο εξωνάρθηκας είχε αρχικά επίσης έναν όροφο πάνω από αυτόν. Στο ισόγειο, ο εξωνάρθηκας περιείχε έναν σχετικά στενό (3 μέτρα πλάτος) ενιαίο χώρο, ο δυτικός τοίχος του οποίου διανθίζεται από δύο δίλοβα παράθυρα, εκατέρωθεν ενός κεντρικού τρίλοβου, που είχε αξονική είσοδο και σύνθετα παράθυρα με μαρμάρινα πλαίσια και περβάζια από μαρμάρινα πλαίσια, ίχνη των οποίων είναι ορατά στους κίονες, εκατέρωθεν (σχέδια 1, 8). Μία ακόμη θύρα ανοίγει σε κάθε έναν από τους πλευρικούς τοίχους (σχέδια 1, 7, εικ. 11 ). Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός και η μορφή του ναού στο επίπεδο του πρώτου ορόφου δεν είναι γνωστά. Το δάπεδο του πρώτου ορόφου του εξωνάρθηκα και η στέγη που καλύπτει ολόκληρο το επίπεδο του πρώτου ορόφου ήταν πιθανώς ξύλινα. Ο εξωνάρθηκας της εκκλησίας της Αίνου είναι ένα ενδιαφέρον παράδειγμα του είδους εκείνου των χώρων στη βυζαντινή αρχιτεκτονική που είχαν πολλές μεσοβυζαντινές και υστεροβυζαντινές εκκλησίες, οι οποίες θα μπορούσαν να ονομαστούν «κλειστοί εξωνάρθηκες». Πρόκειται για χώρους με ημιυπαίθριο χαρακτήρα, των οποίων η καταγωγή δεν είναι δυτική όπως έχει υποστηριχθεί, αλλά βυζαντινή ή ακόμη και παλαιοχριστιανική, που διαδόθηκαν ευρέως κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο.

Δ. Οι Eyice και Mango έχουν χρονολογήσει την εκκλησία της Αίνου ως του 12ου αιώνα και τον εξωνάρθηκα ως υστεροβυζαντινό. Με βάση τη δομική ομοιότητα των δύο οικοδομικών φάσεων, ο Βοκοτόπουλος υποστήριξε ότι ολόκληρο το κτίριο είναι παλαιολόγειο. Ο Ousterhout χρονολόγησε σωστά τόσο την εκκλησία όσο και τον εξωνάρθηκα ως του 12ου αιώνα. Από την έρευνα του Kuniholm στη δενδροχρονολογία, μια ακριβέστερη χρονολόγηση προσδιόρισε ότι το μνημείο ανήκει στο τρίτο τέταρτο του 12ου αιώνα (μετά το 1162).

Α. The ruined byzantine church that rests within the Kastro of Ainos (Enez), known through bibliography as Fatih Camii, has been the subject of numerous studies and references by many scholars of Byzantine Architecture since the sixties. Among them are: S. Eyice, who first studied the monument1, C. Mango, Ρ. Vocotopoulos, R. Ousterhout, to whom we owe the most systematic study of the church up to the present, as well as a series of valuable observations on the building and its era, Α. Erzen, Μ. Tunay , Th. Papazotos and the author. However, a systematic publication accompanied and supported by a thorough documentation is yet to be made. This is necessary given the importance of the church, which is arguably one of Thrace's most significant monuments, and the difficulties that rise in its study due to its poor condition. As far as its documentation is concerned, it can be noted that photographs have been published by S. Eyice, C. Mango, R. Ousterhout, Μ. Tunay, Th. Papazotos (photographs by G. Lampakis and Ρ. Konortas), Α. Millas, and by St. and Ι. Apostolidis, D. Minaidis, and Μ. Fakidis in the book "Θράκη. Το σταυροδρόμι των Ελλήνων". Those by G. Lampakis and S. Eyice are of special interest, as they depict the monument prior to the destructions it underwent durng the last decades. The only published plan of the monument up to now belongs to Professor S. Eyice.
Β. The Fatih Camii is located at the Northeastern corner of the Kastron of Ainos. The Byzantine church, deformed by extensive repairs during the Ottoman period and already with serious structural problems, functioned as a mosque until the sixties when it collapsed by an earthquake. Since then it remains a ruin, exposed to the relentless decay of time.
Nothing is surely known about the monument's earlier history, which undoubtedly was the "Katholike Ekklesia", i.e. the Cathedral, of Ainos. Its dedication remains unknown. The name "St. Sophia", attributed to the monument in certain cases, seems completely arbitrary. The local tradition, that cannot be especially credible, mentioned "St. Constantine" as the name the church went under. Ousterhout presumes -legitimately it seems- that the church was most probably dedicated to the Virgin Mary, a thesis with which Papazotos agrees.
C. The church (drawings 1-8) is comprised by the main church, the narthex that is contemporary to it, and a latter exonarthex. The typologically peculiar cross-in-square church has impressive dimensions: its length is 29.30m and its width 21m not including the conches of the sanctuary. Its cross-shaped body is defined by walls that are perforated by openings that communicate with the corner compartments. Ιn fact the ones of the western arm of the cross are dibelons (fig.14). Its sheltering is made by barrel vaults along the arms of the cross and the parabemata, and by pairs of cross-groined vaults over the western corner compartments (drawing 1). The long ago destroyed dome was supported by a system of reinforcing arches (drawings 1-4, fig.14, 16-18) which, even though has been reinforced during the Ottoman period (fig.15, 18), is original. Undeniable proof of this, is the continuity of the cornice, which articulates the church's interior at the vaults' springing level, at the arches' responds (fig. 18). 
R. Ousterhout has systematically studied the typology of the Ainos Church and correctly relates it to a group of 12th century churches like the Kalenderhane Camii and the Giil Camii in Constantinople, as well as (this time perhaps an overstatement) to another group, referred to in English bibliography as "atrophied greek-cross plan" type churches, like the catholicon of the Chora monastery in its Comnenian phase, the church of Saint Averkios in Kusunlu etc. By studying these churches Ousterhout came to the conclusion that during the 12th century there is a revival of older types, specifically of the type known in English as "cross domed basilica", which is related to particular tendencies and events of the time. Without undermining the importance of these interesting opinions by Ousterhout, one can observe that, given the massive loss of late 10th and 11th century churches in Constantinople, it cannot be excluded that this type did not revive in the 12th century but actually survived along with the other typical cross-in-square churches. 
The three-part narthex of the church seems to have been sheltered with a barrel vault in the middle and two cross-groined vaults οn each side (drawing 1). Above the narthex and the western corner compartments of the church, there existed a storey (drawing 3-5), which is curiously omitted by both Eyice and Ousterhout. The visual contact between the chambers that sat above the western corner compartments and the church was provided by arched openings, that perforated the walls of these spaces, overlooking the western, southern and northern arms of the church's cross-shaped body (drawings 3-5, fig. 2, 5, 14). The existence of catechoumena above narthexes of large Byzantine churches is common. Yet their extension over the corner compartments is rarer. 
Both the narthex and the main church were accessed by three doors along their western walls (drawing 1, fig.12). The church's interior was amply lit by numerous single-light windows (two οη each flank of the corner compartments (drawings 1, 2, 5, 7, fig. 2, 5), one for each conch of the parabemata (drawing 1) and three at the conch of the apse (drawings 1, 2, 4, fig. 15), one dibelon opening and two overlapping triple-light windows above it on the tympanums of the northern and southern arms of the cross (drawings 1, 3, 5-7, fig. 2-4) and the windows of the dome, the number and the shape of which are not known to us. As far as the windows of the church are concerned it is worthy to observe the triple-light with raised middle lobe windows of the tympanums of the north and south arms of the cross (drawings 5, 7, fig. 3). Ιη fact the northern one among these was of the so called crouped-type (drawing 7). 
Both as a whole and in its piecemeal elements, the church is characterised by precise tracing. The original form of its roofs is not known. Thus it is not known whether the roofs of the cross' arms were barrel-shaped or saddle roofs:- Ιn any case it seems that the exterior high-lighted the interior's articulation quite explicitly. The façdes were completely articulated with blind arches with a simple indentation at their lower part and with a double indentation in the arches' level. Οn its eastern façde prevail the sanctuary's multi-sided conches of which at least that of the Holy Bema has been seriously altered by Ottoman interventions (fig. 1). 
The walls of the church are built in alternating bands of stonework and brickwork made in the recessed brick technique (fig. 4, 12). Surfaces are carefully rendered with wide pointing that covered the stones a great deal. Upon the pointing there were incisions that made up for the carelessness in construction and the roughness of stones and bricks οη both the stonework and the brickwork bands. Οn the pointing of the wide joints of the brickwork there were double vertical incisions (fig. 19). The incisions are made with great care and probably with a special sharp tool. Οn the tympanums of the blind arches and to the uppermost parts of the apse's conches was a quite rich brick decoration (fig. 1, 6). The arches and vaults were entirely of brick (fig. 3, 6, 12, 14, 20). 
West of the church an impressive exonarthex is added that occupies the entire width of the church (drawings 1-5, 7, 8, fig.7-9). Ousterhout believes that the exonarthex was originally οn ground level and that its roof was of timber. Yet judging from its heavy structure combined with the existence of a storey above the narthex, one can logically deduce that the exonarthex originally had also a storey above it. Οn ground floor, the exonarthex contained a relatively narrow (3 meters in width) unified space, its western wall punctuated by two dibelon windows οn either side of a central tribelon, having an axial entrance and composite windows with marble frames and sills out of marble panels, traces of which are visible οn the columns οn either side (drawings 1, 8). One more door opens οn each of the side walls (drawings 1, 7, fig. 11 ). The architectural planning and the form of the church at first storey level are not known. The floor of the exonarthex's first storey and the roof coveήng the entire first storey level were probably of timber. The exonarthex of the church of Ainos is an interesting example of a specific type of space in Byzantine Architecture that many Mid-Byzantine and Late-Byzantine churches used to have, which could be called "enclosed exonarthexes". These are spaces of a semi-enclosed character, whose οrigίn is not Western as it has been claimed but Byzantine or even early Christian that were widely spread during the Late-Byzantine period.

D. Eyice and Mango have dated the church of Ainos to be of the 12th century and the exonarthex to be Late-Byzantine. Based on the structural similarity of the two building phases, Vocotopoulos claimed that the whole building is Paleologean. Ousterhout correctly dated both church and exonarthex to be of the 12th century. From Kuniholm's research in dendro-chronology, a more accurate dating determined that the monument belongs to the third quarter of the 12th century (after 1162).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου