![]() |
Ο Μητροπολιτικός Ναός Αγίας Μαρίνας στη Φιλιππούπολη |
Η επισκοπή Φιλιππουπόλεως ιδρύθηκε γύρω στο έτος 36, όταν κατά την παράδοση ο Απόστολος Παύλος χειροτόνησε τον πρώτο επίσκοπο Ερμά, εκ των Εβδομήκοντα.
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες η Φιλιππούπολη διέθετε επισκοπική έδρα από τα πρώιμα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Όμως πολύ νωρίτερα αναφέρεται το όνομα του Αποστόλου Ερμά ως πρώτου Επισκόπου της πόλης.
Οι έξι διοικητικές επαρχίες της Θράκης εντάχθηκαν σύμφωνα με την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451) στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και προβιβάστηκαν σε Μητροπόλεις. Μία από αυτές ήταν και η Φιλιππούπολη, η οποία ορίστηκε ως πρωτεύουσα της Βυζαντινής Θράκης. Ήδη από τον 7ο αιώνα η εκκλησιαστική επαρχία Φιλιππουπόλεως διέθετε τρεις επισκοπές:
• τη Διοκλητιανούπολη
• τη Σεβαστούπολη και
• τη Διόσπολη.
Έναν αιώνα αργότερα προστέθηκαν ακόμη πέντε επισκοπές:
• Βερόης,
• Μαρκέλλης,
• Λιθοπροσώπου,
• Δεκατερού και
• Λεβεδού.
Τον 10ο αιώνα η Μητρόπολη Φιλιππουπόλεως έφτασε να διαθέτει τις εξής δέκα επισκοπές:
• Αγαθονικείας,
• Λιτίτσης ή Λουιτίτζης,
• Σκουταρίου,
• Λεύκης,
• Βλέπτου (ή Βλεπτών),
• Δραμίτζας,
• Ιωαννίτζας,
• Κωνσταντίας,
• Βελικίας και
• Βουκόβων.
Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα, οπόταν η επισκοπή Λιτίτσης αναβαθμίστηκε σε Μητρόπολη και η επισκοπή Περπερακίου υπήχθη στη Μητρόπολη Φιλιππουπόλεως.
Την ίδια εποχή η Μητρόπολη Φιλιππουπόλεως υπέστη σοβαρή συρρίκνωση λόγω της παρακμής του Βυζαντινού κράτους. Έτσι καταργήθηκαν ή χάθηκαν εξαιτίας της Οθωμανικής προέλασης οι επισκοπές Σκουταρίου, Βλέπτου, Δραμίτζης, Ιωαννίτζων, Βελικίας και Βουκόβων.
Μετά την Οθωμανική κατάκτηση της πόλης, στα μέσα του 14ου αιώνα, η Μητρόπολη Φιλιππουπόλεως κατάφερε να επιβιώσει παρότι στην αρχή διέθετε ολιγάριθμο ποίμνιο. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως εντάχθηκε στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αναβαθμίστηκε σημαντικά.
Σ’ όλη την περίοδο της Οθωμανοκρατίας τα όριά της έφθαναν, στα βόρεια μέχρι τη Σίπκα, στα ανατολικά έως το Χάρμανλι, στα νότια μέχρι το Τσεπελάρε και τέλος δυτικά έως τις πηγές του Έβρου.
Οι περιοχές της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας της μεταβλήθηκαν μετά την ίδρυση της Εξαρχίας το 1870. Σύμφωνα με το σχετικό φιρμάνι, η πόλη της Φιλιππούπολης παρέμενε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο με εξαίρεση τον ναό της Παναγίας, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας της εντάχθηκε στην Βουλγαρική Εκκλησία.
Το 1861, εν μέσω της ανόδου του βουλγαρικού εθνικισμού, ο μητροπολίτης Παΐσιος (Ζαφίρωφ ή Ζαφειρίου ή Κλεινόβιος) έπαψε να μνημονεύει τον Οικουμενικό Πατριάρχη και στις 25 Φεβρουαρίου 1861 καθαιρέθηκε και εξελέγη νέος μητροπολίτης ο Ξάνθης Πανάρετος (Μισαΐκωφ). Ο Παΐσιος συνέχισε να λειτουργεί παράλληλα ως μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως, ανεξάρτητος από το Πατριαρχείο και τον Απρίλιο του 1861 το Πατριαρχείο ζήτησε τον εκτοπισμό του. Εκτοπίστηκε για τρία χρόνια στο Άγιον Όρος, κατόπιν στα Δαρδανέλια και τέλος στη Χάλκη. Συμμετείχε στις ενέργειες για την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και ήταν ο πρώτος Εξαρχικός μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως ως τον θάνατό του στις 25 Φεβρουαρίου 1872.
Ο Πατριαρχικός μητροπολίτης Πανάρετος προσχώρησε το 1868 στο μέρος των Βουλγάρων και συμμετείχε και αυτός στις διεργασίες για την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Στις 15 Ιανουαρίου 1872 η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον καθαίρεσε, στις 19 Ιανουαρίου εξέλεξε διάδοχό του και στις 13 Μαΐου 1872 τον αφόρισε. Στις 20 Ιουνίου 1872 η Βουλγαρική Εξαρχία τον εξέλεξε μητροπολίτη Φιλιππουπόλεως, θέση στην οποία παρέμεινε ως το θάνατό του στις 26 Νοεμβρίου 1883.
Δύο μητροπολίτες Φιλιππουπόλεως, ένας Πατριαρχικός και ένας Εξαρχικός, συνέχισαν να υπάρχουν ως τις 21 Ιουλίου 1925, οπότε ο Βενιαμίν (Ψωμάς ή Κυριακού) εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης και το Πατριαρχείο δεν εξέλεξε διάδοχό του. Έκτοτε, Βούλγαροι μητροπολίτες που χειροτονούνταν από την Εξαρχία συνέχισαν να θεωρούνται σχισματικοί ως το 1945. Μετά την άρση του σχίσματος το 1945, η Μητρόπολη Φιλιππουπόλεως αποτελεί μέρος της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (από το 1953 Πατριαρχείο Βουλγαρίας).
Σύμφωνα με την περιγραφή του Γεωργίου Τσουκαλά στο βιβλίο του: Ιστοριογεωγραφική περιγραφή της επαρχίας Φιλιππουπόλεως, ιδίως δε περί της μητροπόλεως ΦΙλιππουπόλεως και των υπ᾽ αυτήν υποκειμένων κωμοπόλεων... Βιέννη 1851, τα όρια περιγράφονται ως εξής:
Τα δε όρια της επαρχίας ταύτης εισί ταύτα:
• Εξ ανατολών μεν συνορεύουσα με την επαρχίαν της Αδριανουπόλεως, σύνορον έχει το χωρίον Χαρμανλί καλούμενον, απέχον της Μητροπόλεως έως ωρών δεκαεννέα.
• Εκ δε του βορέως συνορεύουσα μετάτινος χωρίου του Καζνλικίου, Σίπκα καλούμένου, έχει ωσαύτως την απόστασιν ίσην εκ της Μητροπόλεως· διότι εντεύθεν άρχεται η επαρχία Τορνόβου.
• Από δε δυσμών συνορευούσης της επαρχίας έως του μέρους, όπου ο Έβρος ποταμός χωρίζει τον Αίμον από της Ροδόπης, απέχει η Μητρόπολις ωρών δώδεκα· εντεύθεν άρχεται η Ροδόπη να εκφύη κλάδους τινας σχιζομένους και χωριζομένους υπό χειμάρρων και ποταμών, οίτινες εκτεινόμενοι, καταντώσι μέχρι της Αγαθονικείας, τανύν Μπελάστιτσα·
• Κακείθεν δε κατ᾽ ευθείαν προς νότον συνορευούσης της Επαρχίας με την Ξάνθην έως ενός χωρίου, καλουμένου Τσεπελάρι, έχει ώρας δώδεκα η Μητρόπολις.
• Εξ ανατολών μεν συνορεύουσα με την επαρχίαν της Αδριανουπόλεως, σύνορον έχει το χωρίον Χαρμανλί καλούμενον, απέχον της Μητροπόλεως έως ωρών δεκαεννέα.
• Εκ δε του βορέως συνορεύουσα μετάτινος χωρίου του Καζνλικίου, Σίπκα καλούμένου, έχει ωσαύτως την απόστασιν ίσην εκ της Μητροπόλεως· διότι εντεύθεν άρχεται η επαρχία Τορνόβου.
• Από δε δυσμών συνορευούσης της επαρχίας έως του μέρους, όπου ο Έβρος ποταμός χωρίζει τον Αίμον από της Ροδόπης, απέχει η Μητρόπολις ωρών δώδεκα· εντεύθεν άρχεται η Ροδόπη να εκφύη κλάδους τινας σχιζομένους και χωριζομένους υπό χειμάρρων και ποταμών, οίτινες εκτεινόμενοι, καταντώσι μέχρι της Αγαθονικείας, τανύν Μπελάστιτσα·
• Κακείθεν δε κατ᾽ ευθείαν προς νότον συνορευούσης της Επαρχίας με την Ξάνθην έως ενός χωρίου, καλουμένου Τσεπελάρι, έχει ώρας δώδεκα η Μητρόπολις.
Άπασα ουν η έκτασις της επαρχίας ταύτης κατά τε το μήκος, από δύσεως προς ανατολάς και κατά το πλάτος, από νότον προς βορράν, έχει ώρας τριάκοντα μίαν. Η Μητρόπολις ουν κειμένη εν τη Βησσική χώρα, επέχει σχεδόν την μέσην θέσιν της όλης επαρχίας, ήτις προς το μέρος της Ροδόπης συνορεύει με την χώραν των Σατρών. (σ. 7)
...
...
Προς το βορειοανατολικόν μέρος της Φιλιππουπόλεως, εις απόστασιν σχεδόν δύο ωρών, κείται χωρίον τι υπό μόνων Χριστιανών οικούμενον, όπερ καλείται Σκουτάριον και τανύν Σκουταρέτον· τούτο το πάλαι ήτο μία εκ των δέκα επισκοπών Φιλιππουπόλεως.
Κατ᾽ ευθείαν δε προς μεσημβρίαν της Φιλιππουπόλεως, έως οκτώ ωρών, και τριών των άνω ειρημένων Αλβανιτοχωρίων, επί του όρους Ροδόπης κείται η παλαιά επισκοπή της Φιλιππουπόλεως, Λεύκη καλουμένη, τανύν δε Τοπόλοβον. (σ. 68-69)
Κατ᾽ ευθείαν δε προς μεσημβρίαν της Φιλιππουπόλεως, έως οκτώ ωρών, και τριών των άνω ειρημένων Αλβανιτοχωρίων, επί του όρους Ροδόπης κείται η παλαιά επισκοπή της Φιλιππουπόλεως, Λεύκη καλουμένη, τανύν δε Τοπόλοβον. (σ. 68-69)
Βιβλιογραφία (ενδεικτική)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου