Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2025

19.1 Η σταυροπηγιακή μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου Σκαλωτής

Η μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου Σκαλωτής. Το καθολικό
Θέση
Η μονή αυτή ήταν η πλέον γνωστή της Αίνου. Βρισκόταν στα ανατολικά της πόλης και σε απόσταση δύο ωρών απ' αυτήν, μισή ώρα βόρεια του χωριού Αμυγδαλιά. Η μονή κτίστηκε επάνω σε έναν λόφο, με αποτέλεσμα να δεσπόζει στην γύρω περιοχή, ενώ έχει καταγραφεί η καταπληκτική αίσθηση που προκαλούσε η θέα απ' αυτήν: φαινόταν ο Φάρος της Αλεξανδρούπολης, τα νησιά Σαμοθράκη και Ίμβρος και η περιοχή των Δαρδανελίων. 


Περί της ίδρυσης
Έχουν διατυπωθεί δύο απόψεις για τη χρονολογία ίδρυσης της μονής: η πρώτη αναφέρει ως χρόνο ίδρυσης την εποχή του Αλεξίου Α´ Κομνηνού (1081-1118) και η δεύτερη την εποχή του διαδόχου του, Ιωάννη Β´ Κομνηνού (1118-1143). 

Η πρώτη θεωρία στηρίζεται σε παράδοση που διασώθηκε στην Αίνο. Σύμφωνα μ' αυτήν ο Αλέξιος Α´ Κομνηνός την παραμονή της μάχης κατά των Πατσινάκων, το 1095, είδε σε όραμα τη Θεοτόκο να τον ενθαρρύνει για τη μάχη. Την επόμενη ημέρα νίκησε τους αντιπάλους του στο Λεβώνιο και, κατόπιν, ως ευχαριστία, έκτισε τη μονή της Σκαλωτής. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι υπήρχε και χρυσόβουλο, που παραδόθηκε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ´. Πράγματι, ο Αλέξιος αντιμετώπισε και νίκησε τους Σκύθες στους πρόποδες του Λεβουνίου, στις 29 Απριλίου του 1091 (όχι το 1095). Όμως, σύμφωνα με την Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής, δεν αναφέρεται κανένα όραμα της Θεοτόκου, ούτε και σώζεται πληροφορία για την ίδρυση της μονής, μετά τη νίκη, ως ευχαριστήρια γι' αυτήν. Αυτό δεν αποκλείει την ίδρυση της μονής από τον Αλέξιο μετά τη νίκη, ως μνημείο της, αφού συνηθιζόταν μετά από νίκες να στήνονται μνημεία. Από την άλλη, ενδεχομένως, η σωζόμενη παράδοση να αποτελεί "ευσεβή πόθο" των Αινιτών, μια απλή διάδοση, επιθυμώντας με τον τρόπο αυτό να εξάρουν τη σημασία της μονης και να της προσδώσουν ειδική ιστορική σημασία (μνημείο νίκης Ρωμαίου Αυτοκράτορα κατά των βάρβαρων επιδρομέων), με σκοπό να τονώσουν το εθνικό αίσθημα των υπόδουλων Ελλήνων της περιοχής. 

Σύμφωνα με τη δεύτερη θεωρία, ιδρυτής της Σκαλωτής ήταν ο υιός και διάδοχος του Αλεξίου Α´, ο Ιωάννης Β´ Κομνηνός. Μάλιστα, ως χρονολογία ίδρυσης της, αναφέρεται το 1140. Η χρονολογία (αρμ=1140) προκύπτει από επιγραφές, που υπάρχουν στην μονή. Βέβαια είναι απορίας άξιο ότι η χρονολογία αναφέρει έτος από τη γέννηση του Χριστού και όχι από κτίσεως κόσμου, όπως ήταν σύνηθες. Αυτό θέτει την υποψία για ενδεχόμενη λάθος ανάγνωση της επιγραφής. Ωστόσο, η πλειοψηφία των ερευνητών, που ασχολήθηκαν με την μονή αποδέχεται ως έτος ίδρυσή της το 1140, έτσι, αυτό θα θεωρηθεί και εδώ το πλησιέστερο προς την αλήθεια. Με σχετική ασφάλεια θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε, ότι η μονή κτίστηκε στο διάστημα των πενήντα, περίπου, ετών, που καλύπτουν τα έτη 1092-1140, δηλαδή, ιδρύθηκε στα χρόνια της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επί της δυναστείας των Κομνηνών, μέλος της οποίας υπήρξε ο ιδρυτής της. 

Περί της ονομασίας
Η μονή προσέλαβε το επίθετο Σκαλωτή, λόγω της ιδιομορφίας του εδάφους στον λόφο, επί του οποίου δεσπόζει. Ειδικότερα, λόγω της ύπαρξης πολλών βάθρων, που μοιάζουν με βαθμίδες (σκάλες) και οδηγούν από τους πρόποδες στην κορυφή. Υπάρχει η παράδοση, ότι τον τόπο, όπου κτίστηκε, τον υπέδειξε η Θεοτόκος θαυματουργικά. Αρχικά είχε αποφασισθεί να ανεγερθεί η μονή δέκα με δεκαπέντε λεπτά νοτιότερα. Όταν άρχισαν οι εργασίες, έγινε αντιληπτός ο μεγάλος βαθμός δυσκολίας, ενώ κάθε βράδυ καταστρεφόταν ό,τι κατασκευαζόταν την ημέρα και τα εργαλεία μεταφέρονταν στον τόπο, όπου τελικά κτίστηκε η μονή. Αυτό ανάγκασε τους εργάτες να μεταφέρουν τον τόπο ίδρυσης της μονής λίγο παραπάνω. Ενδεχομένως, να επινοήθηκε το θαύμα για να δικαιολογηθεί η αλλαγή τόπου, λόγω της μορφολογίας του εδάφους, χωρίς, ασφαλώς, να αποκλείεται το θαύμα.

Καθεστώς της μονής
Η μονή συγκαταλεγόταν στις σταυροπηγιακές. Υπήρχε, μάλιστα, αφιερωματικός σταυρός ορειχάλκινος, όπου αναφερόταν ότι η μονή έλαβε την σταυροπηγιακή αξία στις 5 Μαϊου του 6680 (1172), από τον μητροπολίτη Σταυρουπόλεως Λέοντα, επί βασιλείας Μανουήλ Πορφυρογενήτου Κομνηνού (1143-1180) και επί Οικουμενικού Πατριάρχου Μιχαήλ Γ´ (1170-1177). Το 1888 κατείχε την ΙΖ´ θέση ανάμεσα στις σταυροπηγιακές μονές, τις υποκείμενες στον Οικουμενικό Θρόνο. 

Η μονή κατά τη βυζαντινή περίοδο
Για τους πρώτους αιώνες δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για την ιστορία της. Υπάρχει μαρτυρία ότι η μονή ήταν απαλλαγμένη από τη δεκάτη. Σύμφωνα με φιρμάνι του Σουλτάνου Μωάμεθ η μονή κατέβαλλε στο Τέμενος Μουράτ της Αδριανούπολης 65.180 άσπρα, ενώ έπρεπε να καταβάλλει και χαράτζιο, ανάλογα με τον αριθμό των μελών της αδελφότητάς της. Το 1839 με το Τανζιμάτ επί του Σουλτάνου Μετζήτ καταργήθηκε το χαράτζιο και επανήλθε το παλαιό αφορολόγητο καθεστώς της. 

Η μονή κατά την οθωμανική περίοδο
Οι πρώτες ασφαλείς πληροφορίες περιέχονται σε σιγίλλιο του Οικουμενικού Πατριάρχη Νεοφύτου Β' (β' Πατριαρχία 1608-1612), του Φεβρουαρίου του 1609. Σ' αυτό υπάρχουν πληροφορίες που αφορούν την περίοδο των Πατριαρχών Διονυσίου Β ' και του Ιερεμία Β´ Τραvού. 

17ος αιώνας
Το σιγίλλιο επιβεβαιώνει το σταυροπηγιακό καθεστώς της μονής, καθώς και τα μετόχια της, την Χαριτωμένη και τον Ταξιάρχη. Παρόμοια επιβεβαίωση υπήρξε και από τους δύο προειρημένους Πατριάρχες και την ίδια γραμμή ακολούθησε και ο Νεόφυτος. Στο σιγίλλιο καθορίζεται να μείνει η μονή ανενόχλητη από κάθε επέμβαση λαϊκού ή κληρικού, ως ανήκουσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι πατέρες της όφειλαν να μνημονεύουν το όνομα του εκάστοτε Πατριάρχη, να δίνουν ετήσιο χαράτζιο στο Πατριαρχείο ένα φλωρίο, να διάγουν βίο κοινοβιακό κατά τα πρότυπα των κοινοβιακών μονών του Αγίου Όρους και να εκλέγουν, χωρίς έξωθεν επεμβάσεις, όποιον από τους μοναχούς ήθελαν ως ηγούμενο. Τα δικαιώματα αυτά είναι τα πλέον συνηθισμένα σε σταυροπηγιακές μονές, ενώ η ύπαρξη των μετοχίων προδίδει και κάποια ευρωστία που είχε η μονή κατά τον 16ο και 17 ο αιώνα. 

Τον Μάιο του 1639, ο ηγούμενος της μονής, αρχιμανδρίτης Γαβριήλ, αποτέλεσε έναν από τους τρείς υποψηφίους του τριπρόσωπου για την πλήρωση της μητροπολιτικής έδρας της Νικομήδειας, μαζί με τους ιερομονάχους Κύριλλο και Φιλόθεο. Τελικά εξελέγη ο Κύριλλος στις 6 Μαϊου 1639. 

18ος αιώνας
Για τον 18ο αιώνα δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία, παρά μόνο όσα περιέχονται σε σιγιλλιώδες γράμμα του 1706. Το σιγίλλιο φέρει την ημερομηνία 5 Μαΐου 1706 και απολύθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γαβριήλ Γ´ (1702-1707). Αιτία αποτέλεσε η απόφαση των πατέρων της μονής να ανακαινίσουν τη μονή και για τον λόγο αυτό ζήτησαν από το Πατριαρχείο μια εκ νέου επιβεβαίωση του καθεστώτος της. Πράγματι ο Γαβριήλ, ακολουθώντας την ίδια τακτική με τους προκατόχους του, επιβεβαίωσε το σταυροπηγιακό καθεστώς της και επανέλαβε τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που είχε. Η μόνη διαφορά εμφανίζεται στο εμβατοίκιο, για το οποίο δεν γίνεται λόγος. Αντί αυτού, ορίζεται, εις ένδειξη υποταγής, να δίδεται στο Πατριαρχείο μία οκά "ωοτάριχοv" κάθε έτος. Επίσης, πουθενά δεν γίνεται λόγος για τα μετόχια της μονής. Γενικά, από το σιγίλλιο προκύπτει, ότι η μονή διατηρούσε τη σημασία της. 

19ος αιώνας
Τον 19ο αιώνα έχουμε αρκετές πληροφορίες για την ιστορία της μονής. Το 1823 η μονή ενεπλάκη σε μία διένεξη με την κοινότητα της Αίνου. Συγκεκριμένα, κάποιος Αινιώτης, ονόματι Χ Λασκαράκης Χ Μαvωλάκης εκάρη μοναχός, με το όνομα Λεόντιος, και αφιέρωσε ένα κατάστημά του στην ελληνική σχολή, στο ορφανοτροφείο και στο νοσοκομείο της κοινότητας, ζητώντας, μόνο, όσο ζούσε, να συντηρείται από τις προσόδους του καταστήματος. Όμως, αργότερα, μη μένοντας ευχαριστημένος από τις εξελίξεις, ακύρωσε την προηγούμενη δωρεά και αφιέρωσε το κατάστημα στην μονή της Σκαλωτής, όπου πήγε να μονάσει. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση της ελληνικής κοινότητας, που βλάπτονταν από την ακύρωση της δωρεάς, με αποτέλεσμα να ζητήσει την επέμβαση του Πατριαρχείου. Πράγματι, ο Πατριάρχης Άνθιμος Γ´ (1822-1824), με γράμμα του, στις 29 Δεκεμβρίου του 1823, δεν αναγνώρισε τη δωρεά προς τη Σκαλωτή και αποδέχθηκε τις απόψεις της κοινότητας. Έτσι, ζήτησε από τον Λεόντιο να επιστρέψει το κατάστημα στα τρία κοινοτικά ιδρύματα και ο ίδιος να μείνει στη μονή του Αγίου Παντελεήμονα. 

Για την ίδια υπόθεση εστάλη γράμμα και προς τη μονή, με εντολή να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη ο ηγούμενος Άνθιμος, μαζί με τα βιβλία της μονής για να γίνει έλεγχος. Όμως, ο Άνθιμος έσπευσε να αναχωρήσει για την Πόλη, πριν φθάσει η Πατριαρχική εντολή και έτσι, δεν κόμισε τα μοναστηριακά έγγραφα για τον απαιτούμενο έλεγχο. Έτσι, επέστρεψε στην μονή να τα παραλάβει και να αναχωρήσει εκ νέου για το Φανάρι. Πριν ο Άνθιμος φθάσει στην μονή, ο Πατριάρχης ·Άνθιμος απέστειλε επιστολή στους μοναχούς, στις 24 Ιανουαρίου του 1824, ζητώντας να συνεργαστούν με τον ηγούμενο για να ολοκληρωθεί η προετοιμασία του γρηγορότερα και να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. 

Λίγους μήνες αργότερα άλλη μία δυσάρεστη υπόθεση ταλαιπώρησε την μονή. Ο ηγούμενος της πούλησε ένα κτίριο, που αποτελούσε παλαιό μετόχιο σε κάποια γυναίκα της Αίνου, την Ραλιό Μαλκότζι, και όχι στον άμεσο δικαιούχο για την αγορά, Μεγαλιό Αργυρόπουλο, του οποίου η οικία ήταν δίπλα στο μετόχιο. Ο αδικημένος προσέφυγε στο Πατριαρχείο και ο Άνθιμος, τον δικαίωσε και με γράμμα του, στις 4 Απριλίου 1824, ζήτησε από τον μητροπολίτη Αίνου Γρηγόριο (1821-1831) να επέμβει και να φροντίσει να ακυρωθεί η αγορά. Ακόμη, τον όριζε υπεύθυνο να εξετάσει το θέμα που είχε τεθεί, για την πώληση της οικίας της μοναχής Χ. Ροδιανής, που αποτελούσε μετόχιο της μονής. Αυτές οι πωλήσεις των μετοχίων, ενδεχομένως, να σημαίνουν την έλλειψη δυνατότητας της μονής να τα συντηρήσει ή αποκαλύπτουν μια περίοδο οικονομικής δυσπραγίας της. 

Η μονή Σκαλωτής και η Ελληνική Σχολή της Αίνου
Κατά τον 19ο αιώνα, όμως, η ιστορία της μονής εμπλέκεται στα εκπαιδευτικά πράγματα της Αίνου. Είδαμε, ότι οι Αινιώτες ενδιαφέρθηκαν, ιδίως κατά τον 19ο αιώνα, για τη βελτίωση της παρεχόμενης από την κοινότητα εκπαίδευσης. Τον Ιανουάριο του 1832, με Πατριαρχική και Συνοδική απόφαση, η μονή Σκαλωτής αφιερώθηκε στην ελληνική σχολή της Αίνου. 

Οι Αινιώτες διαπιστώνοντας την άσχημη οικονομική κατάσταση της σχολής, αλλά και την κακοδιαχείριση της μονής, που την έφερε στα πρόθυρα της διάλυσης, αφού προ πολλού είχε απολεσθεί η αρχαία της λαμπρότητα, ζήτησαν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνστάντιο Α´ (1830-1834) να προσηλώσει τη μονή, με τα μετόχια της και όλη την περιουσία της στην ελληνική σχολή της Αίνου, ώστε από τις προσόδους της μοναστηριακής περιουσίας να λειτουργήσει άνετα, πλέον, η σχολή, αλλά να ωφεληθεί και η μονή, αφού θα υπήρχε βελτίωση της όλης κατάστασής της. 

Πράγματι, ο Κωνστάντιος, με πατριαρχικό και συνοδικό σιγίλλιο, τον Ιανουάριο του 1832, αποφάσισε και διέταξε την προσήλωση της Σκαλωτής στην ελληνική σχολή. Για τον εσωτερικό βίο της μονής όρισε να συνεχιστεί η παλαιά τάξη, όπως αποφασίστηκε εξ αρχής, ενώ για τα εξωτερικά θέματα της μονής και, κυρίως της περιουσίας, κατέστησε υπεύθυνα τα μέλη της Επιτροπής της σχολής, η οποία θα συγκροτούνταν με απόφαση του μητροπολίτη Αίνου. Από τα εισοδήματα αυτής της περιουσίας θα λειτουργούσε η σχολή, ενώ παρέμενε στο ακέραιο η υποχρέωση της πληρωμής κάθε έτος, από τη μονή, στο Πατριαρχείο, εξήντα γροσσίων και της αποστολής διαφόρων τοπικών προϊόντων. Για τους παραβάτες της απόφασης υπήρχαν αφορισμοί. 

Επιπλέον, ο Κωνστάντιος απέστειλε γράμματα στον μητροπολίτη Αίνου Κύριλλο (1831-1847) και στα μέλη της αδελφότητας για να τους ανακοινώσει, επίσημα, την απόφαση και να τους ζητήσει να συνεργαστούν. 

Ειδικότερα, εστάλη επιστολή στον Κύριλλο, στις 12 Φεβρουαρίου 1832, με την οποία ο Πατριάρχης ανακοίνωνε την απόφασή του και ζητούσε από τον μητροπολίτη να φροντίσει για την καλύτερη διεκπεραίωση της υπόθεσης, για τον ορισμό υπεύθυνων πολιτών στην Επιτροπή της Σχολής, να επιβλέψει την εφαρμογή των αποφάσεων και να παρακολουθεί, εξαρχικώς, τη στάση των μοναχών της Σκαλωτής, ειδοποιώντας τη Μεγάλη Εκκλησία για κάθε παρεκτροπή.

Ακόμη ειδοποιήθηκαν οι μοναχοί της μονής, με επιστολή, την επόμενη ημέρα, 13 Φεβρουαρίου 1832. Στην επιστολή, με επιείκεια, αλλά και σταθερότητα γίνεται αναφορά στις άσχημες συνθήκες που επικρατούσαν στη μονή και ανακοινώνεται η απόφαση, κατόπιν συμφωνίας με την τοπική κοινωνία και την εκκλησία της Αίνου. Ο Πατριάρχης τόνισε ιδιαίτερα την ανάγκη να υπακούσουν οι μοναχοί στις αποφάσεις και να συνεργαστούν με τη νέα επιτροπή, που θα ασχολείται με τα εξωτερικά θέματα της μονής. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πληροφορία που παρέχεται, ότι, δηλαδή, οι κατά καιρούς μητροπολίτες Ηρακλείας αποτελούσαν την εφορία της μονής, μια ιδιότητα, που με τις νέες ειλημμένες αποφάσεις, ακυρωνόταν και απρακτούσε στο εξής. 

Φαίνεται, όμως, ότι η κατάσταση δεν εξελίχθηκε ομαλά. Ο μητροπολίτης φέρθηκε με άσχημο τρόπο και σκληρότητα στους μοναχούς, ενώ παρεξηγήθηκε το πνεύμα και ο σκοπός της νέας ρύθμισης, αφού διάφορες οικογένειες πήγαιναν στη μονή για διακοπές και για διασκέδαση, παρακωλύοντας τον μοναστικό βίο της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να προσφύγουν οι μοναχοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, σε απερίγραπτη, ψυχολογικά, κατάσταση, ζητώντας την προστασία του Πατριαρχείου, που είχε αποφασίσει και είχε νομιμοποιήσει τη νέα κατάσταση. Το Πατριαρχείο δέχθηκε τις αιτιάσεις των μοναχών. 

Στις 17 Απριλίου του ίδιου έτους, ο Κωνστάντιος σε επιστολή του προς τον μητροπολίτη Αίνου, ξεκαθαρίζει το θέμα της μονής. Σκοπός της νέας ρύθμισης δεν ήταν η διάλυση της Σκαλωτής, αλλά η αμοιβαία ωφέλεια, των σχολείων, από την περιουσία της και της μονής, από τη χρηστή διοίκηση αυτής της περιουσίας. Έτσι, ζητάει αποκατάσταση της διασαλευθείσας τάξης, συμβουλεύει με εύσχημο τρόπο τον μητροπολίτη, να αλλάξει τακτική και διάθεση προς τους πατέρες της Σκαλωτής, διότι η όλη κατάσταση εγκυμονούσε τους σοβαρότερους κινδύνους για το μέλλον της. Ακόμη, ζήτησε από τον Κύριλλο να αποζημιωθούν οι μοναχοί, επειδή ο καθένας τους, με δικά του έξοδα, είχε φυτεύσει διάφορες εκτάσεις μοναστηριακής γης και οι πρόσοδοι από την καλλιέργεια είχαν δοθεί στην σχολή, με αποτέλεσμα να αδικηθούν οι πατέρες. Τέλος, επιθυμούσε να ρυθμιστεί το θέμα της σφραγίδας της μονής, κατόπιν συνεννόησης με τους πατέρες, με το να διαμελισθεί σε διάφορα τμήματα και το ένα απ᾽ αυτά έπρεπε να το κατέχει ο ηγούμενος, ειδάλλως, η διαμελισμένη σφραγίδα να σταλεί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. 

Φαίνεται, πως το πρόβλημα δεν λυνόταν εύκολα, αφού κάθε κίνηση εκ μέρους του Πατριαρχείου προκαλούσε παρερμηνείες που επιδείνωναν την κατάσταση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να στείλει ο Κωνστάντιος εκ νέου επιστολή στον Κύριλλο, δύο εβδομάδες μετά την προηγούμενη (1 Μαϊου 1832), με την οποία ζητούσε από τον μητροπολίτη να μην παρεξηγηθεί το περιεχόμενο της προηγούμενης επιστολής του. Από την επιστολή προκύπτει, ότι οι μοναχοί, παρερμηνεύοντας την επιστολή της 17ης Απριλίου, με την οποία τακτοποιούνταν το θέμα της αποζημίωσής τους για τις καλλιεργημένες εκτάσεις, άρχισαν να έχουν μεγάλες απαιτήσεις που ανέτρεπαν την πατριαρχική απόφαση για προσκόλληση της μονής στην σχολή. 

Γι' αυτό ζητούσε ο πατριάρχης από τον Κύριλλο να φροντίσει αφ' ενός, ώστε να μην υπάρχει έλλειψη των αναγκαίων αγαθών στους μοναχούς, για να ζουν άνετα, αφ' ετέρου, να μην επιτρέψει καμιά ανατροπή των αποφάσεων και, αν οι μοναχοί δεν συμμορφωθούν, να φροντίσει για την επιβολή της τάξης, ακόμη και για την αντικατάσταση του ηγουμένου, αν ο τελευταίος δε συνέχιζε να ασκεί τα καθήκοντά του. Ακόμη ζητούσε να κληθεί στη μονή ο μοναχός Καλλίvικος, που περιφερόταν στην Ηράκλεια, άγνωστο για ποιο λόγο. Ίσως, η στάση του Καλλίνικου να είχε σχέση με τα καθήκοντα που είχε ο εκάστοτε Ηρακλείας, ως έφορος της μονής και να υπήρχε κάποια κίνηση των μοναχών για επαναφορά στο παλαιότερο καθεστώς. 

Το καθεστώς της αφιέρωσης της Σκαλωτής στην ελληνική σχολή της Αίνου διήρκησε δεκαπέντε χρόνια. Η κατάσταση, όμως, της μονής δεν βελτιώθηκε, απεναντίας η ερήμωσή της έγινε, σχεδόν, πραγματικότητα. Οι υποσχέσεις για καλύτερη διαχείριση της περιουσίας έμειναν ανεκπλήρωτες. Η μονή έγινε "κοσμικό καταγώγιο", ενώ η σχολή της Αίνου, λόγω της διαμορφωθείσας κατάστασης της μοναστηριακής περιουσίας, που οικειοποιήθηκε από Αινίτες, ελάχιστα ωφελήθηκε. Αποτέλεσμα όλων αυτών η διασκόρπιση της πλειοψηφίας των μοναχών από την Σκαλωτή και η ουσιαστική ανατροπή των πατριαρχικών αποφάσεων από τους λαϊκούς. Το 1847 οι Αινίτες διαπιστώνοντας ότι δεν θα κερδίσουν τίποτα πλέον από τη μονή, της αφαίρεσαν επτά χιλιάδες γρόσια και την άφησαν ελεύθερη από κάθε δεσμό με τη σχολή της Αίνου. 

Βλέποντας τις εξελίξεις ο ηγούμενος Καλλίνικος και οι πατέρες ζήτησαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο την επαναπόδωση της ανεξαρτησίας της μονής και την επιβεβαίωση της σταυροπηγιακής της αξίας. Πράγματι, ο Πατριάρχης Άνθιμος ΣΤ´ (α´ πατριαρχία: 1845-1848), με σιγιλλιώδες γράμμα του, τον Μάιο του 1847, αναγνώρισε εκ νέου την ανεξαρτησία και επιβεβαίωσε το σταυροπηγιακό της καθεστώς, δίνοντάς της όλα τα προνόμια που είχε προ του 1832 και που απολέστηκαν από την ατυχή προσκόλληση στην σχολή της Αίνου. Αναγνώρισε τα δύο παρεκκλήσια της μονής, του Αγίου Δημητρίου και των Ταξιαρχών. Ακόμη, όρισε το εμβατοίκιο σε διακόσια γρόσια και επανέφερε το παλαιό έθος της εφορείας της μονής από τον εκάστοτε μητροπολίτη Ηρακλείας. 

Η όλη περιπέτεια –1832-1847– έχει αρκετά "σκοτεινά" σημεία. Τουλάχιστον, αυτό προκύπτει από το σιγιλλιώδες γράμμα του Ανθίμου ΣΤ', το οποίο κινείται σε τελείως διαφορετικό επίπεδο από τα πατριαρχικά γράμματα και τις αποφάσεις της προηγούμενης δεκαπενταετίας. Ενώ, δηλαδή, από τα επίσημα κείμενα επί Κωνσταντίου προκύπτει ότι η μονή λόγω προβλημάτων και κακοδιαχείρισης κινδύνευε να ερημωθεί και οι λαϊκοί, ορμώμενοι από ενδιαφέρον, επενέβησαν, ζητώντας να προσκολληθεί στη σχολή της Αίνου, για να ωφεληθεί και αυτή με τη σειρά της από τη μοναστηριακή περιουσία, στο σιγίλλιο του Ανθίμου αφήνεται να εννοηθεί ότι η πρόταση των Αινιτών ενείχε δόλο. Η όλη ρύθμιση παρουσιάστηκε ως συμφέρουσα για τη μονή, αφού η διοίκηση των εξωτερικών θεμάτων της θα γινόταν από λαϊκούς εγκεκριμένους από τον μητροπολίτη, καθ' όλα ευυπόληπτους και χρηστούς, κατάσταση που θα βοηθούσε να αποκτήσει την παλαιά της αίγλη. Πουθενά δεν προκύπτει, ότι υπάρχει στο όλο σχέδιο κάποιος δόλος ή ότι μπορεί η ρύθμιση να αποβεί ετεροβαρής για την μονή. 

Τελικά η εξέλιξη των γεγονότων έδειξε τις πραγματικές προθέσεις των εμπλεκομένων πλευρών. Η συμπεριφορά των Αινιτών τορπίλισε τις πιθανότητες επιτυχίας που υπήρχαν για την ρύθμιση. Η σχολή ελάχιστα ωφελήθηκε, ενώ η μονή εγκαταλείφθηκε, τα κτήματά της σε πολλές περιπτώσεις καταπατήθηκαν και μετατράπηκε σε χώρο διασκεδάσεων και αναψυχής. Αφού έλαβαν ό,τι μπορούσαν να πάρουν, τhν εγκατέλειψαν. Τα γεγονότα δημιουργούν βάσιμα την υποψία, ότι ο θόρυβος για την προβληματική λειτουργία της σχολής και για τα προβλήματα σχετικά με την μονή, δημιουργήθηκε τεχνηέντως και, αφού διογκώθηκε το θέμα, με απώτερο σκοπό τον έλεγχο της Σκαλωτής. Έτσι, τhν παρουσίασαν ως προβληματική και στα πρόθυρα διάλυσης, παρασύροντας στο παιχνίδι τους και την τοπική εκκλησία, που, ενδεχομένως, να επιθυμούσε την άσκηση ελέγχου επί της σταυροπηγιακής μονής. Οπωσδήποτε, δεν πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ύπαρξης προβλημάτων στη Σκαλωτή, αυτά, όμως, μάλλον διογκώθηκαν, ώστε να φανούν ως χρήζοντα άμεσης λύσης, από εξωμοναστηριακούς παράγοντες, με τη συμμετοχή της μητροπόλεως Αίνου.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν μπορούσε να γνωρίζει όλες τις λεπτομέρειες, έτσι, έδωσε την έγκριση για την αλλαγή του καθεστώτος της μονής. Αξίζει, να σημειωθεί, ότι το Πατριαρχείο φρόντισε ώστε να δοθεί η καταλληλότερη λύση, δηλαδή, να ωφεληθεί η σχολή, αλλά και να μην καταντήσει η μονή εξάρτημα της Επιτροπής της σχολής. Στόχος η διπλή ωφέλεια. Γι' αυτό και δεν δίσταζε να επισημάνει σε όλους τους ενδιαφερόμενους, ποy αποσκοπούσε η ρύθμιση, για να μην υπάρξουν παρενέργειες και να μη δημιουργηθούν περισσότερα προβλήματα απ' όσα έπρεπε να λυθούν. 

Για τα έτη μετά το 1847 δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες, εκτός απ' την περίοδο ηγουμενίας του ιερομόναχου Θεόκλητου, που κάλυψε διάστημα άνω των είκοσι ετών, μεταξύ του 1856-1890. 

Η μονή Σκαλωτής και η Σχολή της Χάλκης
Η τελευταία σημαντική εξέλιξη στην Σκαλωτή για τον 19o αιώνα, είναι η εξάρτησή της από την Εφορεία της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Η Σχολή, προφανώς, χρησιμοποιούσε μέρος των προσόδων της Σκαλωτής για την κάλυψη μέρους των λειτουργικών της εξόδων. Η πληροφορία μάς παρέχεται έμμεσα, με την ευκαιρία εκλογής νέου ηγουμένου στη Σκαλωτή, του ιερομονάχου Αvθίμου, όχι από τους μοναχούς της μονής, όπως όριζε το σιγίλλιο του Ανθίμου ΣΤ' και όπως συνηθιζόταν από της ιδρύσεώς της, αλλά από την Αγία και Ιερά Σύνοδο, μετά από πρόταση της Εφορείας της Σχολής. 

Τα γεγονότα της χειροτονίας του επισκόπου Σκοπίων Φιρμιλιανού
Αρχές του 20ου αιώνα έλαβε χώρα στη μονή ένα σημαντικό γεγονός, η εις επίσκοπον χειροτονία του σερβικής καταγωγής εψηφισμένου μητροπολίτου Σκοπίωv Φιρμιλιαvού. Το περιστατικό αυτό αποτελεί μια άγνωστη, εν πολλοίς, λεπτομέρεια, μιάς μόνο πτυχής του περίπλοκου μακεδονικού ζητήματος και, παρόλο που δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας εργασίας, κρίνεται καλό να δοθούν μερικά στοιχεία, που φωτίζουν το εν λόγω περιστατικό. 

Το όλο θέμα προέκυψε το 1899, υπό την πίεση της Ρωσίας, που θέλοντας να εξυπηρετήσει τους πανσλαβιστικούς της σχεδιασμούς στη Βαλκανική Χερσόνησο, άρχισε να ευνοεί τη Σερβία, επιθυμώντας, αφ' ενός να δημιουργήσει αντίρροπη προς την Βουλγαρία δύναμη, αφ' ετέρου να αποτελέσουν τα δύο σλαβικά κράτη φραγμό για την προς ανατολάς διείσδυση της επιρροής των Κεντρικών Δυνάμεων. Έτσι η Ρωσία, στα πλαίσια της πολιτικής της, υποστήριξε ηθικά και υλικά τη Σερβία, ενεργούσε στον Σουλτάνο για τον διορισμό Σέρβων μητροπολιτών στις μακεδονικές επαρχίες και για την ίδρυση σερβικών σχολείων στην Μακεδονία. Παράλληλα, προσπαθούσε να πετύχει τη στενή συνεργασία Σερβίας – Βουλγαρίας. Την ίδια εποχή, η ηττημένη στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 Ελλάδα προσπαθούσε να βγει από την απομόνωσή της μέσω μιας προσέγγισης με τη Σερβία, με τον καθορισμό ζωνών ελληνικής και σερβικής επιρροής στην Μακεδονία. Τα υπέρ της Σερβίας αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν, με την αναγνώριση των σερβικών σχολείων στη Μακεδονία, την εκλογή Σέρβου μητροπολίτη στην Πρισρέvη (Νικηφόρος) και την εκλογή του Φιρμιλιαvού, ως μητροπολίτου Σκοπίων, τον Οκτώβριο του 1899. 

Οι πιέσεις προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την εκλογή του Φιρμιλιανού ήταν μεγάλες, κυρίως, από ρωσικής και από σερβικής πλευράς και χλιαρότερες από τουρκικής. Ωστόσο, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε' (1897-1901), γνωρίζοντας το δίκαιο των Ελλήνων και τις δίκαιες αντιδράσεις τους, κατόρθωσε να καθυστερήσει την εκλογή. Όταν, όμως, στα μέσα του 1899 προέκυψε το Αvτιοχιανό Ζήτημα, λόγω της κατάληψης της πατριαρχείας στην Αντιόχεια από το όργανο των πανσλαβιστών, Μελέτιο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο θέλησε να κλείσει το θέμα των Σκοπίων, με τρόπο που δεν θα δυσαρεστούσε τον Σουλτάνο (εξάλλου θα χρειαζόταν τη βοήθειά του) και θα τού επέτρεπε να ασχοληθεί με όλες τις δυνάμεις του με το αναφυέν πρόβλημα της Αντιόχειας. Έτσι, στις 18 Οκτωβρίου 1899 εξέλεξε τον Φιρμιλιανό μητροπολίτη Σκοπίων. 

Οι αντιδράσεις των Ελλήνων ήταν μεγάλες και έντονες και ο Φιρμιλιανός δεν γινόταν δεκτός στα Σκόπια, ως ανεπιθύμητος, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η χειροτονία του παραπάνω από δυόμισι χρόνια. Κατόπιν, όμως, πιέσεων, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ' (β' πατριαρχεία 1901-1912), επείσθη, τον Ιούνιο του 1902, να δώσει εντολή για τη χειροτονία του Φιρμιλιανού στον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αθανάσιο. Κατόπιν έντονων αντιδράσεων της ελληνικής κοινότητας η χειροτονία αποφασίστηκε να γίνει στο Άγιο Όρος. Η Ιερά Σύναξη, όμως, αρνήθηκε να παραχωρήσει κάποια μονή για τη χειροτονία, με ψήφους 17-2 (μειοψήφησαν οι μονές Χιλανδαρίου και Αγίου Παντελεήμονος), με αποτέλεσμα ο Φιρμιλιανός να μελαγχολήσει και να εκφράσει επιθυμία, να μονάσει στο Άγιο Όρος. Κατόπιν, σκέψεων, αποφασίστηκε η χειροτονία να γίνει στο Δεδέαγατς, αλλά και εκεί υπήρξαν αντιδράσεις, οπότε προκρίθηκε, ως έσχατη, η λύση της Σκαλωτής. 

Η απόφαση για την επιλογή της μονής ελήφθη από την Αγία και Ιερά Σύνοδο της Μεγάλης Εκκλησίας στις 8 Ιουνίου 1902. Η όλη κατάσταση επέβαλε μυστικότητα στις κινήσεις των αναμεμιγμένων, ενώ ο ηγούμενος της μονής, ιερομόναχος Διονύσιος δεν γνώριζε κάτι για τα σχέδια, αλλά αιφνιδιαστικά ενημερώθηκε από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ´ στις 11 Ιουνίου 1902 λίγα εικοσιτετράωρα προ της αφίξεως της πατριαρχικής αντιπροσωπίας. Στην επιστολή του ο Ιωακείμ, αφού του ανακοίνωσε τα σχετικά με τη χειροτονία και την αποστολή της αντιπροσωπίας, του ζήτησε να συνεργαστεί πλήρως για την ευόδωση του σχεδίου. 

Πράγματι, το απόγευμα της 13ης Ιουνίου, ημέρα Πέμπτη, κατέφθασαν στην μονή οι απεσταλμένοι του Οικουμενικού Πατριάρχου, συνοδικοί μητροπολίτες Χίου Κωνσταντίνος, Βοδενώv Νικόδημος και Λιτίτσης Νικηφόρος, δύο ιερείς, δύο ιεροδιάκονοι και δύο κλητήρες. Οι πατριαρχικοί απεσταλμένοι, καταρχήν αφίχθησαν στο Δεδέαγατς το μεσημέρι της ίδιας ημέρας. Στη μονή μετέβησαν αυθημερόν, όπου, όμως, δεν είχε φθάσει ακόμη ο Φιρμιλιανός. Αυτό έγινε το απόγευμα της επόμενης ημέρας, οπότε ο εψηφισμένος μητροπολίτης αφίχθη στη μονή, μαζί με τους εν Θεσσαλονίκη προξένους της Ρωσίας και της Σερβίας, καθώς και τον αναπληρωτή του ελληνικού Προξενίου στο Δεδέαγατς.Τον εψηφισμένο και τους διπλωμάτες συνόδευαν ο Καϊμακάμης της Αίνου, ο Αστυνόμος και δέκα Τούρκοι ιππείς, οι τελευταίοι ως σωματοφύλακες. 

Η εις επίσκοπον χειροτονία έλαβε χώρα λίγες ώρες αργότερα, την νύκτα της 14ης προς την 15η Ιουνίου, Παρασκευή προς Σάββατο. Η Θεία Λειτουργία και η καθ᾽εαυτή χειροτονία ξεκίνησαν στη μία μετά τα μεσάνυχτα και τελείωσαν τα χαράματα. Συλλειτούργησαν οι μητροπολίτες Χίου, Βοδενών και Λιτίτσης, ενώ ο μητροπολίτης Αίνου και ο ηγούμενος έψαλλαν, ελλείψει άλλου ψάλτη. Μετά το πέρας της χειροτονίας αποχώρησε πρώτη η πατριαρχική ακολουθία και κατόπιν ο μητροπολίτης Σκοπίων, με τους διπλωμάτες. Άπαντες κατέλυσαν στην Αίνο και την επομένη, μέσω Δεδέαγατς, επανέκαμψαν "εις τα ίδια".

Ο ηγούμενος έλαβε ως δώρο δέκα εικοσάφραγκα (1050 γρόσια). Το όλο γεγονός καταγράφθηκε στον κώδικα της μονής, όπου δεν γίνεται λόγος για την παρουσία του Έλληνα διπλωμάτη. Αξίζει να σημειωθεί, ότι κατά την χειροτονία χάθηκε ο κτητορικός σταυρός της μονής, που ανέφερε ως κτήτορα τον Αλέξιο Κομνηνό, αν υποτεθεί, ότι ήταν ο γνήσιος κτητορικός σταυρός. Η χειροτονία του Φιρμιλιανού, αποτελεί ένα από τα πιο λαμπρά γεγονότα στην ιστορία της μονής και το τελευταίο σημαντικό πριν την καταστροφή της. 

Περιγραφή της μονής κατά το 1902
Ο τριτεύων Διάκονος των Πατριαρχίων, Παρθένιος Βαρδάκας, (ο γνωστός μετέπειτα μαχητικός επίσκοπος Κίτρους) με την ευκαιρία της επισκεψής του στην Σκαλωτή για τη χειροτονία μάς δίνει και πληροφορίες για την κατάσταση της μονής. Σύμφωνα μ' αυτόν, η μονή εξωτερικά παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον, αλλά στο εσωτερικό η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική, ενώ για το Καθολικό ανέφερε, ότι "ἀδυνατεῖ νά ὀvομάση ναόν". Η εικόνα, λοιπόν, της Σκαλωτής, κάθε άλλο παρά καλή παρουσιάζεται, αφού περιγράφεται, περίπου, ως παρακμάζουσα, ενώ από πλευράς αδελφότητας δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες, εκτός από την αναφορά στον ηγούμενο Διονύσιο και σ' έναν δραστήριο μοναχό που φρόντισε, ώστε η φιλοξενία των αντιπροσώπων για τη χειροτονία να είναι αρκούντως περιποιητική. Βέβαια, ο Παρθένιος παρουσιάζει την όλη κατάσταση στην Αίνο και στη μονή, ως λίγο απέχουσα από την ημιβαρβαρότητα και η περιγραφή του γίνεται με μελανά χρώματα (μόνο για τις τουρκικές αρχές έχει κάτι καλό να αναφέρει και αυτό για λόγους σκοπιμότητας, αφού η αναφορά του δημοσιεύτηκε στο επίσημο ειδησεογραφικό όργανο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την ''Εκκλησιαστική Αλήθεια"). Ίσως να ήταν και άπειρος σε επισκέψεις ή να ήταν λίγο υπερβολικός στην περιγραφή του. Πάντως, και από άλλη πηγή πληροφορούμαστε, ότι στις αρχές του αιώνα μας η κατάστασή της δεν ήταν καλή. Λίγο προ της καταστροφής της μόλις και μετά βίας συντηρούσε έναν ηγούμενο. 

Η τελευταία ειρηνική εικόνα από τη μονή αφορά τη συνήθεια οικογενειών της Αίνου, να παραθερίζουν τους θερινούς μήνες στα κελλιά της, αφού το κλίμα ήταν υγιεινό, η τοποθεσία κατάλληλη για ανάπαυση, υπήρχαν αρκετά διαθέσιμα κελλιά, μάλλον κατασκευασμένα κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα και, τέλος, διέθετε και "αξιόλογον ύδωρ". 

Η μονή κατά τη δεκαετία 1910
Μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες. Στα τέλη Αυγούστου του 1915 η μονή πυρπολήθηκε από τους Τούρκους, στα πλαίσια σχεδίου τους για τον αφελληνισμό της περιοχής. Αυτό σήμανε και την αρχή του τέλους της. Είναι αμφίβολο αν η μονή μπόρεσε να αναστηλωθεί και να ξαναλειτουργήσει ως το 1922. Όποιες προσπάθειες και αν έγιναν, όλα τελείωσαν το 1922, οπότε με την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης, εγκαταλείφτηκε και η επαρχία Αίνου και από τη μονή, σήμερα, παραμένουν μόνο τα ερείπια. 

Περιγραφή των κτηρίων της μονής Σκαλωτής
Εξωτερικά
Εξωτερικά η μονή έδινε την εντύπωση φρουρίου, λόγω των μεγάλων τειχών που την περιέβαλαν. Τα τείχη ήταν κατασκευασμένα από πώρινους λίθους κατά το ισοδομικό σύστημα δόμησης. Σε διάφορα σημεία των τειχών υπάρχουν επιγραφές με διάφορες χρονολογίες, ενώ σε πέντε περιπτώσεις υπήρχαν χαραγμένοι σε πλάκα σταυροί. Οι χρονολογίες ποικίλλουν: υπάρχει μία του 17ου αιώνα, τρεις επιγραφές του 18ου αιώνα και τρεις του 19ου, ενώ σε μία γίνεται αναφορά σε κάποιον Δούκα Κομνηνό. Υπήρχε μόνο μια είσοδος στο βορειοδυτικό τμήμα των τειχών. Επάνω από την πύλη υπήρχε ένα άνοιγμα, που χρησίμευε, συνήθως, ως παρατηρητήριο, ενώ σε περίπτωση κινδύνου μετατρέπονταν σε πολεμίστρα, ή παλαιότερα, σε ζεματίστρα. 

Εσωτερικά
Στο εσωτερικό η κατάσταση παρουσιάζεται διαφορετική, σύμφωνα με τις μαρτυρίες επισκεπτών τις τελευταίες δεκαετίες ,πριν την καταστροφή της, αφού δεν είχε κάτι άξιο παρατηρήσεως. Στο μέσο που περίκλειστου χώρου υπήρχε το Καθολικό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ενώ γύρω βρίσκονταν τα κελλιά. Ακόμη, υπήρχε ένα βαθύ πηγάδι με πόσιμο νερό, αρκετό για να καλύπτει τις ανάγκες ύδρευσης της μονής.

Εικονοστάσιο
Στο εικονοστάσιο του ναού υπήρχαν τρεις ή τέσσερεις εικόνες: Του Παντοκράτορα, έργο του βυζαντινής τέχνης των αρχών του 17ου αιώνα, της Θεοτόκου (η Πάντων Χαρά) και του Αγίου Ιωάννου τον Προδρόμου. Ακόμη, υπήρχε μία εικόνα της Αγίας Τριάδος, δωρεά του ρουφετίου των ψωμάδων, του 1783. Σώζεται πληροφορία ότι η εικόνα της Θεοτόκου έφερε αργυρό επίβλημα βάρους οκτώ οκάδων. 

Παρεκκλήσια
Εκτός του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, υπήρχε ακόμα ένας ναός της Αγίας Τριάδος, ο λεγόμενος "κρυφός". Ονομαζόταν κρυφός επειδή αν κάποιος δεν γνώριζε την ύπαρξη του, δεν υπήρχε περίπτωση να υποψιαστεί ότι υφίστατο, αφού δεν υπήρχαν εξωτερικά γνωρίσματα. Ο ναός ήταν κρυμμένος κάτω από έναν θόλο και ο μοναδικός τρόπος για να εισέλθει κανείς ήταν ένα μικρό ερμάριο, που αποτελούσε τη μοναδική είσοδό του. Ο ναός ήταν των χρόνων της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Σώζονταν ίχνη τοιχογραφιών. Στο εικονοστάσιο υπήρχε η θαυματουργός εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της Οδηγήτριας. 

Το ναΐδριο αυτό χρησίμευε ως σκευοφυλάκιο, όπου φυλασσόταν η κάρα του Αγίου Σωφρονίου Πατριάρχου Ιεροσολύμων και η κάρα ενός ανώνυμου Αγίου. Ακόμη υπήρχαν τέσσερα σιγίλλια.

Μετόχια
Η μονή της Σκαλωτής είχε ορισμένα μετόχια: τη Χαριτωμένη, τον Ταξιάρχη, τον Άγιο Δημήτριο και τη Ζωοδόχο Πηγή. Η Χαριτωμένη (Κεχαριτωμένη) μνημονεύεται, ως μετόχια στο σιγίλλιο του Νεοφύτου, του 1609. Πρόκειται για ναό της πόλης της Αίνου. Ο ναός ήταν παλαιός, αλλά αναστηλώθηκε το 1802, σύμφωνα με επιγραφή. Το εικονοστάσιο της ήταν σημαντικό, λόγω των πολλών ξυλόγλυπτων έργων που περιείχε. Σ' αυτό υπήρχαν έξι εικόνες, όχι αξιόλογης τέχνης: του Χριστού, της Υπεραγίας Θεοτόκου, των αγίων Αποστόλων, του αγίου Αθανασίου, της Μεταμορφώσεως και ακόμη μία της Θεοτόκου. Στον ναό φυλασσόταν και η ανάγλυφη σε ξύλο εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της Τρυφώτισσας, την οποία ευλαβούνταν οι Αινίτες και γι' αυτό απέδιδαν έναν ιδαίτερο σεβασμό στον ναό85 • Η Αγία Τράπεζα καλύπτονταν από κιβώριο με πέντε θολίσκουςs6. 

Το μετόχιο του Ταξιάρχου αναφέρεται για πρώτη φορά στο σιγίλλιο του Νεοφύτου του 1609. Το συναντάμαι εκ νέου στο σιγίλλιο του Ανθίμου το 1847, όπου αναφέρεται, ως παρεκκλήσιο του Ταξιάρχου "κατά τόν μιραν Δουκουγιένι". Το μετόχια βρισκόταν κοντά στο χωριό Ντουκένιον, πλησίον της μονής. Δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες γι' αυτό.

Το παρεκκλήσιο του Αγίου Δημητρίου βρισκόταν σε απόσταση τριών ωρών από τη Σκαλωτή, στον δρόμο που οδηγεί στη μονή του Αγίου Αθανασίου Τσαδήρι. Ήταν αρκετά μεγάλο, αλλά δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες. 

Το παρεκκλήσιο της Ζωοδόχου Πηγής βρισκόταν βόρεια της μονής κοντά στο χωριό Ασαρλή, που το διάστημα 1920-1922 ονομάστηκε Σκαλωτή. Το παρεκκλήσιο υδρευόταν από μεγάλο πηγάδι. Λίγο προ της καταστροφής του 1922 ήταν ήδη ερειπωμένο.


Βιβλιογραφία
• Λαμπουσιάδης Γεώργιος, «Αίνος», Θρακικά, τ. 15 (1941), σ. 119 
• Σαμοθράκης Αχιλλέας, «Η σταυροπηγιακή μονή της Θεοτόκου της επιλεγομένης Σκαλωτής», Θρακικά, τ. 17 (1942), σ. 308. 
• Λαμπάκης Γεώργιος, «Περιηγήσεις-Αίνος», ΔΧΑΕ, 8 (1908) 3-41. 

Πέντε φωτογραφίες από την περιήγηση του Γεωργίου Λαμπάκη

Το μοναστήρι επισκέφθηκε ο Γ. Λαμπάκης «μετὰ τοῦ ἐξόχως λαμπροῦ ἰατροῦ κ. Σ. Καβούρη» στις 26 Αυγούστου. Παρά το γεγονός ότι παρέμεινε μία μόνο ημέρα, η εντύπωση που του προκάλεσε ήταν τόσο έντονη ώστε τράβηξε συνολικά πέντε φωτογραφίες. Όταν ο Γ. Λαμπάκης επισκέφθηκε τη μονή κατοικούσε εκεί ένας μοναχός. Μετά το 1922 το συγκρότημα ήταν έρημο, ενώ σήμερα σώζονται μόνο ελάχιστα ίχνη από τα άλλοτε εντυπωσιακά τείχη. Δύο μεταλλικές σφραγίδες της μονής, η μία από τις οποίες φέρει τη χρονολογία 1831, φυλάσσονται σήμερα στο εκκλησιαστικό μουσείο της Αλεξανδρούπολης.



Στη φωτογραφία εικονίζεται το εξωτερικό της μονής, η οποία «ἐκτισμένη
διὰ μεγάλων ἰσοδομικῶν πωρίνων πλίνθων φέρει τὴν ὄψιν φρουρίου μᾶλλον ἢ Μονῆς, εἶδος οἰκοδομήματος ἀγνώστου ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς». Στο βορειοδυτικό τμήμα, όπου βρισκόταν και η μοναδική είσοδος του συγκροτήματος,
ο Γεώργιος Λαμπάκης διάβασε στο τείχος χαμένη σήμερα επιγραφή στην οποία αναγραφόταν το έτος 1632. Η σύγχρονη έρευνα θεωρεί ότι πρόκειται
για το έτος ίδρυσης της μονής. Στα τείχη υπήρχαν και άλλες,
μεταγενέστερες επιγραφές.
Μία επιπλέον επιγραφή, που βρισκόταν στο υπέρθυρο της εισόδου και έχει αποτυπωθεί σχεδιαστικά από τον Λαμπάκη, ανέφερε κάποιον Δούκα Κομνηνό. Η μαρτυρία αυτή, σε συνδυασμό με την πληροφορία ότι στο σκευοφυλάκιο της μονής φυλασσόταν ορειχάλκινος σταυρός που ανέφερε ως κτήτορα τον Αλέξιο (Α ́ ή Β ́;) ή Μιχαήλ Κομνηνό, οδήγησε πολλούς μελετητές να θεωρήσουν ότι η Σκαλωτή ήταν κομνήνειο ίδρυμα – η άποψη δεν επιβεβαιώνεται από τις αρχαιολογικές ενδείξεις.


Στη φωτογραφία εικονίζεται άλλο τμήμα της αυλής του συγκροτήματος. Σύμφωνα με την αποκατάσταση των Y. Ötüken και R. Ousterhout το κτήριο που διακρίνεται στο κέντρο είναι το καθολικό της μονής, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Ορατή είναι η νότια και η δυτική πλευρά του, ενώ η ανατολική ήταν –όπως αναφέρει και ο Λαμπάκης– λαξευμένη στον βράχο. 
Πρόκειται για μονόχωρο δρομικό ναό, σαφώς μεταβυζαντινό, η είσοδος του οποίου βρισκόταν στη δυτική πλευρά, ενώ στη βόρεια υπήρχε στέγαστρο. Η ταύτιση των υπολοίπων οικοδομημάτων δεν είναι εφικτή.
Στο κέντρο της αυλής διακρίνεται πηγάδι, το οποίο σύμφωνα με τις πηγές ήταν βαθύτατο και εξασφάλιζε στη μονή αυτάρκεια πόσιμου νερού. Η ύπαρξή του αποτελούσε κατά μία άποψη έναν από τους λόγους που το μοναστήρι, σε αντίθεση με τα γειτονικά του, δεν αλώθηκε ποτέ. Σύμφωνα με τη νεώτερη έρευνα ένα ακόμη πηγάδι βρισκόταν στην είσοδο του συγκροτήματος.
Και σε αυτή τη λήψη είναι φανερή η σκηνοθετική διάθεση του φωτογράφου
Γ. Λαμπάκη. Ο ίδιος πιθανόν μαζί με τον ιατρό Σ. Καβούρη και έναν ακόμη άγνωστο άνδρα βρίσκονται στην κορυφή του βραχώδους λόφου, στον οποίο είχε λαξευτεί το ανατολικό τμήμα του καθολικού. Μπροστά τέλος από τον βόρειο τοίχο του ναού στέκεται ο μοναχός που ζούσε τότε στο συγκρότημα.


Στη φωτογραφία εικονίζεται τμήμα της αυλής του μοναστηριού, καθώς και διώροφοι βοηθητικοί χώροι του συγκροτήματος. Έκδηλη είναι η εγκατάλειψη των κτηρίων της μονής, στοιχείο που εναρμονίζεται με το γεγονός ότι, όπως προαναφέρθηκε, κατά την επίσκεψη του Λαμπάκη εκεί ζούσε μόνον ένας μοναχός. Αξίζει να σημειωθεί ότι το τελευταίο σημαντικό γεγονός που έλαβε χώρα στο μοναστήρι ήταν η χειροτονία του μητροπολίτη Σκοπίων Φιρμιλιανού τη νύχτα 14-15 Ιουνίου του 1902, την οποία ο περιηγητής περιγράφει διεξοδικά στο Οδοιπορικό του. 
Στη φωτογραφία διακρίνεται επίσης ο Γ. Λαμπάκης να ανεβαίνει τη σκάλα που οδηγεί στο συγκρότημα – μια ακόμη μορφή στο μπαλκόνι του κτηρίου ενδέχεται να ταυτίζεται με τον ιατρό Σ. Καβούρη, ο οποίος συνόδευσε τον περιηγητή κατά την επίσκεψή του στη μονή.

Στη φωτογραφία εικονίζεται εσωτερικά το ανατολικό τμήμα του καθολικού της Μονής Σκαλωτής. Κυριαρχεί το τέμπλο του ναού, με την εικόνα της Θεοτόκου στα αριστερά (για τον θεατή) της Ωραίας Πύλης, την εικόνα του Παντοκράτορος και του Προδρόμου στα δεξιά. Διακρίνεται επίσης η θύρα της πρόθεσης, ενώ –όπως συνήθως συμβαίνει σε ναούς μικρών διαστάσεων– δεν υπήρχε θύρα διακονικού.
Η κατάσταση της φωτογραφίας δεν επιτρέπει να διακριθεί τι είχε εικονιστεί υψηλότερα στο τέμπλο και η περιγραφή του Λαμπάκη δεν παρέχει καμία πληροφορία. Στη νότια πλευρά της εκκλησίας φαίνεται ο ξυλόγλυπτος επισκοπικός θρόνος, στα ανατολικά του οποίου διακρίνονται στασίδια και αναλόγιο, που σύμφωνα με επιγραφή είχε κατασκευαστεί περί το 1689. Στον ναό ο Λαμπάκης κατέγραψε μία ακόμη ενεπίγραφη μεταβυζαντινή εικόνα και ευαγγέλιο με αργυρή στάχωση του 1785.

Στα νοτιοανατολικά του καθολικού της μονής βρισκόταν το παρεκκλήσιο
της Αγίας Τριάδος, που ήταν εξ ολοκλήρου λαξευμένο στον βράχο και ονομαζόταν «κρυφό». Σύμφωνα με τον Αχιλλέα Σαμοθράκη «ἁπλοῦν καὶ ἀπέριττον ἑρμάριον ἀποτελεῖ τὴν μυστικὴν εἴσοδον τοῦ ναοῦ, ἀδύνατον δὲ εἰς τὸν μὴ γνωρίζοντα νὰ ὑποθέσῃ ὅτι ὄπισθεν αὐτοῦ κρύπτεται ναός».
Το παρεκκλήσιο λειτουργούσε ως σκευοφυλάκιο της μονής. Ο Λαμπάκης αναφέρει ότι ήταν κενό, άλλες όμως πηγές μας πληροφορούν ότι στον ναΐσκο διακρίνονταν ίχνη τοιχογραφιών, στο τέμπλο του υπήρχε εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας, ενώ εκεί φυλασσόταν επίσης κατεστραμμένο αναλόγιο. Σύγχυση, τέλος, επικρατεί μεταξύ των μελετητών αν τα τέσσερα πατριαρχικά σιγίλλια (το παλαιότερο του 1602 και το νεώτερο του 1847) και οι δύο κάρες αγίων που φυλάσσονταν στη μονή βρίσκονταν στο σκευοφυλάκιο ή σε κάποιον άλλο χώρο.
Στη φωτογραφία ο Λαμπάκης κάθεται, όπως ο ίδιος γράφει, δίπλα στη «μυστικὴ(ν) κρύπτη(ν) τοῦ Σκευοφυλακίου τῆς παρὰ τὴν Αἶνον Μονῆς Σκαλωτῆς». Το «δολάπιον» που διακρίνεται στα δεξιά είναι η είσοδος της κρύπτης, και η μορφή του επιβεβαιώνει την άποψη ότι όποιος δεν γνώριζε ήταν αδύνατον να καταλάβει ότι πίσω του υπήρχε ναός.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι σύμφωνα με μία άποψη η ύπαρξη παρεκκλησίου της Αγίας Τριάδος οδήγησε στη σύγχυση που παρατηρείται σε χάρτες των αρχών του 20ού αι., στους οποίους η μονή αναφέρεται ως Αγία Τριάδα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου