Αγαθούπολη ή Αγαθόπολη: (βουλ. Ахтопол). Παράλια πόλη της Βουλγαρίας στην ακτή του Ευξείνου Πόντου στον Νομό Μπουργκάζ (Πύργου). Είναι χτισμένη στους πρόποδες του όρους Στράντζα. Εποικίστηκε από τους Έλληνες τον 5ο π.Χ. αιώνα. Κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν Αυλικόν ή Αυλαίον Τείχος ενώ κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο η πόλη ονομαζόταν Περόντικος. Το όνομα Αγαθόπολις ή Αγαθούπολις οφείλεται κατά μία άποψη στον Βυζαντινό στρατηγό Αγάθωνα, ο οποίος την ανοικοδόμησε.
Κατά την Οθωμανική περίοδο η πόλη αποκαλούνταν Αχτένμπολου. Το 1898 η πόλη αριθμούσε 410 οικογένειες εκ των οποίων 300 Ελληνικές και 110 Βουλγαρικές. Η πόλη και η περιοχή της παρέμεινε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μέχρι το 1913. Μετά την ενσωμάτωση της περιοχής στη Βουλγαρία ο Ελληνικός πληθυσμός της πόλης κατέφυγε στην Ελλάδα, όπου ίδρυσε τον οικισμό Νέα Αγαθούπολη στον Νομό Πιερίας. Στην Αγαθούπολη εγκαταστάθηκαν Βούλγαροι πρόσφυγες από το χωριό Πουνάρ Χισάρ (Βρύσις) των Σαράντα Εκκλησιών. Πληθυσμός (το 2005): 1.316 κάτοικοι. Σήμερα ανήκει εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Σηλύμνου (Σλίβεν) του Πατριαρχείου Βουλγαρίας.
Αγαθουπόλεως Επισκοπή και Αρχιεπισκοπή
Η Επισκοπή Αγαθουπόλεως μνημονεύεται για πρώτη φορά στα Τακτικά τον 10ο αιώνα ως μία των Επισκοπών (2η κατά σειρά μετά την Σωζοπόλεως) της Μητροπόλεως Αδριανουπόλεως. Κατά τον 18ο αιώνα (το 1760) η Επισκοπή Αγαθουπόλεως αποσπάστηκε από τη Μητρόπολη Αδριανουπόλεως και προήχθη σε Αρχιεπισκοπή. Το 1808 η Αρχιεπισκοπή Αγαθουπόλεως συνενώθηκε με τη Μητρόπολη Σωζοπόλεως και αποτέλεσαν τη Μητρόπολη Σωζοαγαθουπόλεως. Το 1813 αποτέλεσαν δύο ξεχωριστές Μητροπόλεις. Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828-1829 μεγάλο μέρος του χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής κατέφυγε στη Ρωσία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εκ νέου συνένωση των δύο Μητροπόλεων σε μία με τον τίτλο "Σωζοαγαθουπόλεως" και έδρα τη Σωζόπολη.
Ελληνικά χωριά της περιοχής Αγαθουπόλεως εκτός από την Αγαθούπολη: α) Βασιλικός, β) Γαλάντζος, γ) Μπροδίβο, δ) Κωστή.
_______________
Doncheva Svetlana, "Αγαθούπολις" (περί της μητροπολιτικής έδρας)
Η Αγαθούπολη υπήρξε από το Μεσαίωνα έδρα μητροπολίτη. Ο πιο γνωστός ήταν ο Άνθιμος στις αρχές της δεκαετίας του 1820, ο οποίος μετέπειτα έγινε μητροπολίτης Αγχιάλου και στη συνέχεια Οικουμενικός Πατριάρχης. Μετά το Ρωσοοθωμανικό πόλεμο του 1828-1829, κατά τον οποίο η πόλη και η τοπική μονή του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου καταλήφθηκαν από τους Ρώσους, πολλοί κάτοικοι των παραθαλάσσιων πόλεων εγκατέλειψαν την περιοχή μαζί με το ρωσικό στρατό και μετανάστευσαν στη νότια Ρωσία. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο μητροπολίτης Αγαθούπολης. Το αποτέλεσμα της μετανάστευσης αυτής ήταν η συγχώνευση των μητροπόλεων της Αγαθούπολης και της Σωζόπολης υπό το όνομα μητρόπολη της Σωζοαγαθουπόλεως, η οποία υπήρχε μέχρι το 1906. Η Αγαθούπολη υπέστη ζημιές και κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο του 1853-1856, όταν βομβαρδίστηκε από το ρωσικό στόλο.
...
Πηγή: Doncheva Svetlana, "Agathoupolis (Ahtopol)", Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
....
Doncheva Svetlana, "Agathoupolis (Ahtopol)" (about the metropolitan see)
Since the middle ages Agathoupolis was the seat of a metropolitan. The most famous was Anthimos during the beginning of the 1820’s who later became the metropolitan of Anchialos and eventually Ecumenical Patriarch. After the Russo-Ottoman war of 1828-1829, during which the city and the monastery of St John the Baptist were occupied by the Russians, many inhabitants of the coastal cities left the region along with the retreating Russian troops and migrated to southern Russia. Amongst them was the metropolitan of Agathoupolis. The result of this migration was the merging of the dioceses of Agathoupolis and of Sozopolis under the name diocese of Sozoagathoupolis, which was operating until 1906. Agathoupolis suffered damages also during the Crimean War of 1853-1856, when it was bombed by the Russian fleet.
...
Βιβλιογραφία:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου