Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Παπαθανασίου Ευάγγελος, Η Μονή Χριστού παρά τα Θέρμα της Σαμοθράκης









PDF 

Περίληψη / Summary
Το μοναστήρι χτίστηκε στο κέντρο της βόρειας παραγωγικής παραθαλάσσιας ζώνης του νησιού, στην κοιλιά της ποδιάς του κεντρικού ορεινού πυρήνα του νησιού, στο τέλος της γης που βρίσκεται ανάμεσα στους δύο χείμαρρους: «Γριά Βάθραa» και “Κορδέλες”, όπου το βουνό αρχίζει να ανεβαίνει απότομα.
 Από τις παρυφές του περιβόλου του μοναστηριού και προς τα κάτω σε απόσταση 800 μ. ή και περισσότερο, η περιοχή διαμορφώθηκε από έναν αριθμό ξερολιθικών τοιχοδομών και περιβόλων και από βαθμιδωτές αναβαθμίδες σε οργανωμένο χώρο για τη διανομή της γεωργικής κτηνιατρικής παραγωγής: λαχανόκηποι, οπωροφόρα δέντρα, οπωρώνες, αυλές με ξερολιθιές για το διαχωρισμό των ζώων, καθώς και βάσεις για τα σπίτια και τις καλύβες των προσκαθημένων και των παροίκων του μοναστηριού.
Το μοναστηριακό συγκρότημα ορίζεται από έναν τετράπλευρο περίβολο, με διαστάσεις περίπου 22 x 30 μέτρα, στο εσωτερικό του οποίου εμφανίζονται, διατεταγμένα σε σειρά και προσαρτημένα στην περίμετρο της αυλής, τα ερείπια της εκκλησίας και άλλων κτιρίων. Εκεί μπορεί κανείς να εντοπίσει τα κελιά, τις αποθήκες και το μαγειρείο.
Η εκκλησία είναι μονόκλιτη, με εξωτερικές διαστάσεις 7,30 μ. (7,90 μ. συμπεριλαμβανομένης της αψίδας) x 4,35 μ. Το εσωτερικό της ύψος υπολογίζεται σε 3,30 μ. περίπου. Ο νάρθηκας στη δυτική πλευρά έχει το ίδιο πλάτος με τον κυρίως ναό και μήκος 3,92 μ. Ανήκει σε μεταγενέστερη φάση από την υπόλοιπη εκκλησία και ο μακρύς του άξονας είναι σε γωνία, πιθανώς λόγω του επικλινούς εδάφους. 
Δύο ζεύγη παραστάδων τοποθετημένα αντικριστά, χωρίζουν το εσωτερικό της εκκλησίας σε τρία μέρη. Στεφανώνονται από υποστυλώματα που με τη σειρά τους στηρίζουν καμάρες. Δύο ακόμη καμάρες πάνω σε υποστυλώματα, μία πάνω από τον δυτικό και μία στον ανατολικό τοίχο, συμπληρώνουν το τετράγωνο των καμάρων που κάποτε στήριζαν το βαρελότο της κύριας εκκλησίας. Ένα μαρμάρινο παραβάν υπήρχε στην πρώτη φάση κάτω από την ανατολική καμάρα του τεντωμένου τόξου, όπως δείχνουν τα ίχνη σμίλευσης στις όρθιες παραστάδες που στέκονται πρόσωπο με πρόσωπο. Στις εξωτερικές οικοδομικές επιφάνειες υπάρχουν τέσσερις αντηρίδες κατά μήκος κάθε μακράς πλευράς του κυρίως ναού, δύο στις γωνίες -που είναι κτισμένες με λιθοδομή από μπάζα ασβέστη- και άλλες δύο μεταξύ τους, οι οποίες αποτελούνται καθ' όλο το ύψος τους από παραλληλόγραμμες μαρμάρινες στρώσεις σε δεύτερη χρήση, ενσωματωμένες όρθιες και ενσωματωμένες στην τοιχοποιία. Η ύπαρξη τυφλής στοάς πάνω από τη βασιλική θύρα αποδεικνύει ότι ο ναός σχεδιάστηκε αρχικά χωρίς νάρθηκα.
Ο ίδιος σχεδιασμός με εκείνον του εσωτερικού του κυρίως ναού ακολουθεί και τον νάρθηκα της μεταγενέστερης φάσης, ο οποίος πρέπει να καλύπτεται από στοά υψηλότερου τόξου. Στον νάρθηκα ανοίγεται ανά πλευρά ένα ζεύγος παραθύρων διαφορετικού ύψους, εκατέρωθεν των παραστάδων, τα τόξα των οποίων σχηματίζονται από ασβεστολιθικές σφήνες (κλειδιά). Εξωτερικά, διαμορφώνεται με τη χάραξη του διαδοχικού σχεδίου των αψίδων των παραθύρων. Το γεγονός ότι το εξωτερικό του νάρθηκα δεν έχει καμιά στοά μιλάει ακόμη πιο έντονα υπέρ της μεταγενέστερης χρονολόγησής του. Το τόξο της τυφλής στοάς πάνω από το υπέρθυρο του νάρθηκα είναι κατασκευασμένο από opus mixtum. Λαμβάνοντας υπόψη τις δομικές και μορφολογικές επιλογές του ναού, τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες και τα ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά, τα οποία υιοθετεί, ο ναός ανήκει σε μια μεγάλη ομάδα που περιλαμβάνει δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, εκκλησίες του νησιού. Κατασκευάστηκαν από τοπικές ομάδες οικοδόμων με μεγάλη εμπειρία στη γλυπτική. Η οικοδομική έκρηξη των εκκλησιών που αποδεικνύεται από την επιφανειακή έρευνα στο νησί και ως αποτέλεσμα της οικονομικής και πληθυσμιακής ανάπτυξης, οφείλεται στην εισαγωγή ή/και συστηματοποίηση ενός νέου τρόπου κατανομής του παραγωγικού χώρου και στην αναδιοργάνωση της παραγωγικής βάσης. 
Κατά συνέπεια, μια ακριβέστερη χρονολόγηση του συγκροτήματος θα ήταν -μαζί με την αρχαιολογία- εξαιρετικά χρήσιμη για την κάλυψη των τεράστιων κενών στην ιστορία του νησιού. Σε σύγκριση με τα υπόλοιπα και τα ερείπια άλλων εκκλησιών στο νησί, η εκκλησία του «Χριστού» έχει διατηρήσει καλά πολλά δομικά στοιχεία, ιδίως των ανώτερων τμημάτων της τοιχοποιίας, και παρουσιάζει ακόμη περισσότερα συγκρίσιμα κατασκευαστικά και τυπολογικά στοιχεία από την πολυπλοκότητα του τύπου της. Παρατηρούμε αμέσως ότι η εσωτερική δομική διάταξη της εκκλησίας δεν αντιστοιχεί στη διαμόρφωση των όψεών της. Ως εκ τούτου, η εμφανής παλαιολόγεια τοιχοποιία τοποθετεί άμεσα όχι μόνο τον κυρίως ναό αλλά και τον νάρθηκα στο εκτεταμένο αλλά οριστικό χρονολογικό εύρος των δύο υστεροβυζαντινών αιώνων της ιστορίας του νησιού. 
Ο νάρθηκας θα μπορούσε να χρονολογηθεί στο τελευταίο τέταρτο του 14ου αιώνα. Όσον αφορά, τώρα, την κύρια εκκλησία: Τα απλά στενόμακρα πλίνθινα τόξα των αψίδων του, η τοιχοποιία εν γένει, όπου οι λίθοι που σχηματίζουν την όψη λαξεύονται επαρκώς με τάση προς το opus isodomum, η, για το λόγο αυτό, εκτεταμένη χρήση αρχαίων λαξευτών σπονδύλων, καθώς και η παράλληλη κατασκευή δομικών στοιχείων όπως τα τεντωμένα τόξα, ταιριάζουν με τα ύστερα επαρχιακά μνημεία στη σφαίρα επιρροής της Κωνσταντινούπολης, από τα μέσα του 14ου αι. και μετά. 
Ο ναός του Χριστού παρουσιάζει αμφίβολες ομοιότητες στην τυπολογία, τη μορφολογία και στα γενικά δομικά χαρακτηριστικά με τον ναό της Αγίας Αικατερίνης στο Διδυμότειχο, ο οποίος χρονολογείται στα μέσα του 14ου αιώνα, τον ναό που ανασκάφηκε κοντά στο χωριό Πραγγί κοντά στο Διδυμότειχο, και πιθανότατα επίσης με τον ναό της μικρής μονής που ανασκάφηκε πρόσφατα μέσα στο Κάστρο του Διδυμοτείχου.
Το συγκρότημα του Χριστού κοντά στα Θέρμα της Σαμοθράκης διατηρήθηκε, όπως φαίνεται, σε σχετικά καλή κατάσταση μέχρι την εποχή της καταστροφής (Χαλασμός) του νησιού κατά τα επαναστατικά γεγονότα του 1821. Παρόλο που ήταν ήδη άδειο από μοναχούς για μεγάλο χρονικό διάστημα και ανήκε στην Κοινότητα (Κοινόν) της Σαμοθράκης. Το 1771 παραχωρήθηκε από την Κοινότητα ως εξαρτημένη, μαζί με το άλλο μικρό μοναστήρι του νησιού, αυτό του Αγίου Αθανασίου του Αλωναίου, στη Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους με μοναδικό όρο να παραμείνει ενοριακό. Έτσι, το συγκρότημα του Χριστού εγκαταλείφθηκε και η περιουσία της διαλύεται σε απλό κτήμα του μετοχίου της Ιβήρων των Αλωνίων.

Papathanasiou Evangelos, The small monastery and the church (catholicon) of Christ next to Therma, Samothrace
The monastery was built in the center of the island’s northern productive seaside zone, in the belly of the apron of the island’s central mountain core at the end of the land lying between the two torrents: “Gria Vathra” and ‘Kordelēs’, where the mountain begins to rise steeply.
 From the fringes of the monastery’s precinct and downwards a distance of 800 m or more, the area was shaped by a number of dry stone masonry retaining walls and precincts and by stepping terraces in an organized place for distribution of agricultural veterinarian production: vegetable gardens, fruit trees, orchards, dry stone walled yards for animal separation, plus platforms for the houses and huts of the monastery’s proskathémenoi and paroikoi. 
The monastery complex is defined by a quadrilateral precinct, with dimensions of roughly 22 x 30 meters, inside of which appear, arranged in a row and attached to the courtyard’s perimeter, the ruins of the church and of other buildings. There, one can identify the cells (κελλία), the storage rooms and the cooking-house. 
The church is a single-naved building, its outside dimensions measuring 7,30 m. (7,90 m. including the apse) x 4,35 m. Its internal height is estimated at 3,30 m., approximately. Τhe Narthex on the west side is the same width as the main cell of the church and has a length of 3,92 m. It belongs to a later phase than the rest of the church and its long axis is angled, probably due to the slopping ground. Two pairs of pilasters placed face to face, divide the church’s inside into three parts. They are crowned by imposts which in turn support strainer arches. Two more strainer arches upon imposts, one above the west and one on the east wall, complete the tetrad of the strainer arches that once holded the barrel-vault of the main church. A marble screen existed in the first phase under the east strainer arch as traces of chiseling show on the face-to-face standing imposts. At the exterior building surfaces there are four buttresses along each long side of the main church, two at the corners –being built by rubble lime masonry– and another two between them, which consist along their height of parallelepiped marble courses in second use, embedded upright and incorporated into the masonry. The existence of a blind arcade above the imperial door proves that the church was initially designed without a narthex. 
The same design as that of the main church’s interior also follows the narthex of the later phase, which must have been covered by an arcade of a higher arrow. In the narthex, a pair of windows with different heights is opened up per side, on both sides of the pilasters, the arches of which are formed by limestone voussoirs. Externally, it is shaped by carving the successive pattern of window arches. That the narthex’s exterior doesn’t have any arcades speaks even stronger in favor of its later chronology. The arch of the blind arcade above the lintel of the narthex is made of opus mixtum. Considering the church’s structural and morphological choices, its construction details and particular local characteristics, which it adopts, the church belongs to a large group containing tens, if not hundreds, of the island’s churches. They were built by local groups of builders with great experience in carving. The construction boom of the churches evidenced from surface investigation on the island and as a result of economic and population growth, was due to the import and/or systematization of a new way of distribution of the productive space and re-organization of the productive base. Consequently, a more accurate chronology of the complex would have been –along with the archaeology– extremely helpful for covering the enormous gaps in the island’s history. Compared to other churches’ remnants and ruins on the island, the church of “Christ” have well preserved many structural elements, especially of the upper parts of the masonry, and present even more comparable constructional and typological elements by the complexity of its type. We immediately observe that the church’s internal structural layout does not correspond to the formation of its faces. Therefore, the obvious Paleologean masonry places immediately not only the main church but also the narthex among the extensive but definite chronological breadth of the two late Byzantine centuries of the island’s history. The narthex could be dated in the last quarter of the 14th century. With regard, now, to the main church: Its simple narrow-faced brick arches of its arcades, the masonry in general, where the stones that form the face are being carved sufficiently with a tendency to the opus isodomum, the, for this reason, extensive use of ancient carved spolia, as well as the parallel construction of structural elements as the strainer arches, match with the late provincial monuments in the influence sphere of Constantinople, from the middle of the 14th c. onwards. The church of Christ presents amble resemblances in the typology, morphology and in general structural characteristics with the church of St. Ekaterine in Didymoteichon, which was dated in the middle of the 14th century, the church excavated near Prangh. village close to Didymoteichon, and most probably also with the church of the small monastery that was excavated recently inside the Castle of Didymoteichon. 
The complex of Christ near Thérma, Samothrace, was preserved, as it appears, in relatively good condition up to the time of the destruction (Χαλασμός/Chalasmas) of the island during the revolutionary events of 1821. Even though it was already empty of monks for a long time, and it belonged to the Community (Κοινόν) of Samothrace. In 1771, it was granted by the community as a dependency, along with the other small monastery of the island, that of St. Athanasius of Alōnia, to the Iveron Monastery of Mount Athos under the only term to remain parochial. Thus the Christ complex was abandoned and the monastery itself as well as its property was demoted to a mere estate of the Iverite dependency of Metochion in Alōnia. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου