Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025

6.2 Μονή Τιμίου Προδρόμου, Κάρτζαλι / Monastery of St John the Forerunner, Kardzhali

Η μονή Τιμίου Προδρόμου βρίσκεται στη δεξιά όχθη του ποταμού Άρδα, στην περιοχή Βεσέλτσανέ της πόλης Κάρτζαλι.
Κατά τη δεκαετία του 1960 οικοδομικές εργασίες κοντά στην κοίτη του ποταμού Άρδα έφεραν στο φως κατάλοιπα μεσαιωνικής μονής. Στη συνέχεια εντοπίσθηκαν τα θεμέλια μεγάλης εκκλησίας και πλήθους άλλων κτισμάτων. Στη δεκαετία του 1980 τη μελέτη του μνημείου ανέλαβε ο Nikolay Ovcharov, χάρη στον οποίο η μονή αναστηλώθηκε εξ ολοκλήρου. Τα εγκαίνια του πλήρως ανακαινισμένου ναού τελέσtηκαν το 2000. 
Από το αρχικό οχυρό μοναστηριακό συγκρότημα είχαν διασωθεί σε αρκετό ύψος μόνο ο νότιος, ο δυτικός και ο ανατολικός τοίχος. Ο βόρειος είχε καταστραφεί κατά την εκτέλεση πολεοδομικών έργων. 
Η πρώτη εκκλησία στον εν λόγω χώρο ανάγεται στον 9ο αιώνα. Επρόκειτο για ταπεινό μονόχωρο ναό, από τον οποίο σώζεται μόνο τμήμα της αψίδας. Στις αρχές του 11ου αιώνα τη θέση του κατέλαβε ένας αρκετά μεγαλύτερος ναός ο οποίος, κατά τον ανασκαφέα, πρέπει να θύμιζε το καθολικό της Μεγίστης Λαύρας στον Ἀθω. Οι τοίχοι αυτού του κτίσματος έφεραν πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο και αποτελούνταν από επάλληλες στρώσεις οτπής πλίνθου και ανοικτόχρωμης πέτρας. Στη συνέχειια το μοναστήρι απέκτησε και μικρό κοιμητηριακό ναό, μέσα στον οποίο εντοπίσθηκε μεγάλος κτιστός τάφος. Μεταξύ του 12ου και του 14ου αιώνα το καθολικό ιστορήθηκε και κτίστηκαν πολλά άλλα επίσημα και βοηθητικά κτίρια. 
Ο N. Ovcharov θεωρεί ότι η τράπεζα της μονής πρέπει να θύμιζε το τρίκλινο αριστοκρατικής οικίας της Κωνσταντινούπολης. Έχει διαπιστωθεί επίσης η ύπαρξη πολλών άλλων εγκαταστάσεων, π.χ. μαγκιπειού, κεραμεικού κλιβάνου και βαλανείου. 
Το μοναστήρι υδρευόταν μέσω κτιστού υδραγωγείου σκεπασμένου με σχιστόπλακες, ενώ στην αυλή του, ακόμη και σήμερα, είναι ορατό το τετράγωνο φιλιατρό ενός μεσαιωνικού πηγαδιού. 
Επρόκειτο για πλούσιο καθίδρυμα που μάλλον φιλοξενούσε την τοπική επισκοπή και ίσως είχε κάποια εμπορική δραστηριότητα, η οποία, ως εικός, θα είλκυε ληστές. Στις αρχές του 13ου αιώνα η μονή καταστρέφεται, το πιθανότερο από τους Φράγγους της Δ’ Σταυροφορίας. Ξανακτίζεται, αλλά στα 1340-1350 πυρπολείται εκ νέου και εγκαταλείπεται πλέον οριστικά.


Βιβλιογραφία 
Μοναστήρια της Εγνατίας οδού, τ. 2, σ. 135
Mineva-Milcheva J. – Alexandrova-Koeva E., Companion Guide to Religious Architecture in Bulgaria, σ. 440-445

Αρχιτεκτονική και τέχνη
Από αρχιτεκτονικής άποψης, το μοναστήρι, χτισμένο σε φυσικό ύψωμα, είναι οχυρωμένο με οχυρωματικό τείχος και πύργους που περικλείουν έναν χώρο με ακανόνιστο τετράγωνο σχήμα. Κατά τις ανασκαφές, βρέθηκαν θεμέλια μιας εκκλησίας από το κατεστραμμένο πρώτο μοναστήρι, πάνω στο οποίο είναι χτισμένος ο σημερινός ναός. Σύμφωνα με το σχέδιο, η παλιά εκκλησία ήταν ένα τριγωνικό σταυροειδές κτίριο με τρούλο με νάρθηκα και διαστάσεις 9,70 x 4,85 μ. Όσον αφορά την κάτοψη, ο ναός βρίσκεται κοντά στις εκκλησίες της Πρεσλάβας στις περιοχές "Αβράδακα" και "Μπιάλ Μπριάγκ" (9ος-10ος αιώνας). Από τα σωζόμενα, είναι δύσκολο να διαπιστωθεί πότε και υπό ποιες συνθήκες καταστράφηκε το παλιό μοναστήρι. Η νέα (σημερινή) εκκλησία χτίστηκε στη θέση της κατεστραμμένης παλιάς εκκλησίας και ενός μικρού λατρευτικού κτιρίου στα δεξιά της. Πριν από την αποκατάστασή της, είχε διατηρημένους τοίχους ύψους έως 3,40 μ., γεγονός που επέτρεψε να αποκαλυφθεί ο τύπος της αρχικής κατασκευής και οι μεταγενέστερες ανακατασκευές. Διακρίνονται δύο κύριες οικοδομικές περίοδοι. Πριν από την ανακατασκευή, ο ναός ανήκε στις τρίκογχες σταυροειδείς εκκλησίες με τρούλο της απλής (επαρχιακής) εκδοχής. Η τοιχοποιία των τοίχων είναι κατασκευασμένη από εναλλασσόμενες πέτρινες και πλινθόκτιστες ζώνες με πρόχειρη εκτέλεση. Στο ακόμη νωπό σοβά του ανατολικού τοίχου του νάρθηκα, χαράχτηκαν γκράφιτι με παλαιοβουλγαρικές επιγραφές, γεγονός που δείχνει ότι η εκκλησία χτίστηκε από Βούλγαρους τεχνίτες. Στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα, προστέθηκε ένα τρίκογχο παρεκκλήσι στη βόρεια πλευρά της εκκλησίας.

Η δεύτερη οικοδομική περίοδος ήταν κατά την εποχή που αυτά τα εδάφη βρίσκονταν ήδη εντός των ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τότε η εκκλησία υπέστη μια σοβαρή αναδιοργάνωση, κατά την οποία ο όγκος της άλλαξε. Κατά την επισκευή του κτιρίου, άλλαξε και η δομή του τρούλου, με την οποία η εκκλησία απέκτησε τα χαρακτηριστικά ενός μονόχωρου τρουλαίου ναού με σφιχτό σταυρό. Οι χώροι που προστέθηκαν στην εκκλησία την περίοδο μετά τον 14ο αιώνα στερούνταν αρχιτεκτονικής αισθητικής και αλλοίωσαν την όμορφη εμφάνιση αυτού του αξιοσημείωτου βουλγαρικού καθεδρικού ναού.

Η πρόσοψη της εκκλησίας είναι εξαιρετικά πλαστική. Χρησιμοποιήθηκαν σειρές από εποικοδομητικές τυφλές καμάρες. Η εκκλησία ήταν αξιοσημείωτη όχι μόνο για την εξωτερική της εμφάνιση, αλλά και για την επιβλητική διαρρύθμιση του εσωτερικού της. Ολόκληρο το εσωτερικό της ήταν ζωγραφισμένο με τοιχογραφίες. Το μαρμάρινο τέμπλο με πλούσια ανάγλυφη διακόσμηση συνέβαλε επίσης στην ομορφιά του εσωτερικού, ορισμένα τμήματα του οποίου έχουν διατηρηθεί.
Τα σωζόμενα θραύσματα της ζωγραφικής στο ναό και το παρεκκλήσι (μερικά από αυτά βρίσκονται στο χώρο και άλλα - στα όρια του Κάρτζαλι), τα οποία προέρχονται από διαφορετικές εποχές, μας επιτρέπουν να εντοπίσουμε τη χρονολόγησή τους. Οι πρώτες τοιχογραφίες χρονολογούνται από το πρώτο μισό του 13ου αιώνα. Αυτές είναι οι τοιχογραφίες: στις εσωτερικές πλευρές των εισόδων του νάρθηκα προς τον κυρίως ναό, στα ανατολικά θολωτά στηρίγματα σε σχήμα L, στη δυτική πλευρά πίσω από τους προσαρτημένους θολωτούς πυλώνες και σε εκείνες της νότιας κόγχης, όπου απεικονίζονται στρατιωτικοί άγιοι.

Ο ναός αγιογραφήθηκε για δεύτερη φορά κατά την οθωμανική περίοδο, μετά την επισκευή.
Με βάση τη μέθοδο και την τεχνική κατασκευής, τα αρχιτεκτονικά και στιλιστικά χαρακτηριστικά και το σχέδιο, η κατασκευή της μοναστηριακής εκκλησίας μπορεί να χρονολογηθεί στο πρώτο μισό του 13ου αιώνα. Αυτή η χρονολόγηση επιβεβαιώνεται επίσης από ιστορικές πληροφορίες για την περίοδο - μετά τη Μάχη της Κλοκότνιτσα το 1230, η Θράκη εισήλθε ξανά στα σύνορα του βουλγαρικού κράτους. Παράλληλα με τις πολιτικές του δραστηριότητες, ο Τσάρος Ιβάν Ασέν Β' διευθέτησε επίσης το ζήτημα της αντικατάστασης της τότε ελληνικής πνευματικής ιεραρχίας στην Ανατολική Ροδόπη με μια βουλγαρική. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, πραγματοποιήθηκε μεγάλης κλίμακας κατασκευή εκκλησιών σε όλα τα βουλγαρικά εδάφη, με αποτέλεσμα να ανεγέρθηκε το μοναστήρι "Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής" κοντά στο Βίσεγκραντ. Ανακαινίστηκε ως πνευματικό κέντρο με καθεδρικό ναό και ως εκ τούτου έχει εξαιρετική σημασία για τη βουλγαρική ιστορία, καθώς και για την αποσαφήνιση της δομής της εκκλησιαστικής οργάνωσης σε αυτήν την περιοχή.









Κάτοψη του μοναστηριακού συγκροτήματος

Κάτοψη του καθολικού όπου διακρίνονται οι διάφορες φάσεις του μνημείου (σχ. Β. Ντίμοβα)
Τοιχογραφίες στον βόρειο τοίχο (13ος αι.)



Σπάραγμα από την πρώτη φάση της αγιογράφησης (13ος αι.)






Νέο θωράκιο του ναού με ενσωματωμένο παλαιό σπάραγμα



Τοιχογραφίες από τη δεύτερη φάση της αγιογράφησης (14ος αι.)







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου