Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2025

18.8 Μονή των πανευφήμων Αποστόλων, Πέτρου και Παύλου Λαμπούς / Monastery of Sts Peter and Paul, called Lampous



Αποτέλεσε την μοναδική μονή της επαρχίας Αδριανουπόλεως και τη μοναδική απομακρυσμένη από την πόλη. Βρισκόταν κοντά στη Γέφυρα Μουσταφά-Πασά (σημερινό Σβίλεvγκραvτ της Βουλγαρίας). Η τοποθεσία της είναι αρκούντως όμορφη, αφού κτίστηκε σε μια πλαγιά της Ροδόπης. 

Είναι άγνωστη η χρονολογία ίδρυσής της. Μια επιγραφή στον ναό αναφέρει ως χρονολογία ίδρυσης το έτος 1089 και ως κτίτορες το ρουφέτι των Τζελέπιδων (προβατεμπόρων). Σύμφωνα, λοιπόν, με τη θεωρία αυτή, κάποιοι προβατέμποροι, καταγόμενοι από την Μικρά Ασία, μάλλον, από την αρχαία Άντανδρον Λαμπωνίου, την εποχή του Αλεξίου Α' Κομνηνού, οπότε η εν λόγω περιοχή αποτελούσε τμήμα του κράτους των Σελτζουκιδών, βρέθηκαν με τα κοπάδια τους στην περιοχή αυτή της Ροδόπης, βορειοδυτικά της Αδριανούπολης. Η περιοχή ήταν γεμάτη βοσκότοπους, οπότε οι προβατέμποροι την προτίμησαν από άλλες και εκεί ίδρυσαν τη μονή των Αγίων Αποστόλων, ονομάζοντάς τη Λαμπώ, από το όνομα της πατρίδας τους, το 1089. Στην επιγραφή θέλησαν οι κτήτορες να διαιωνίσουν το επαγγελματικό τους όνομα, τζελέπιδες, με το οποίο ήταν γνωστοί στην Μικρά Ασία. 

Η άποψη αυτή έχει κάποια στοιχεία, που τη βοηθούν να φαίνεται ως αληθινή. Καταρχήν, την εποχή του Αλεξίου Α' Κομνηνού, έχουμε δει, ότι κτίστηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης και ειδικά στη Ροδόπη, αρκετές μονές, επ' ευκαιρία της ίδρυσης αρκετών φρουρίων, στα πλαίσια της πολιτικής της αυτοκρατορίας για καλύτερη άμυνα των συγκεκριμένων ευρωπαϊκών εδαφών. Έτσι, δεν είναι άστοχο να υποθέσουμε, ότι στην περιοχή αυτή υφίστατο μια μονή. Εξάλλου, η πλειοψηφία των μονών της Ροδόπης χρονολογούνται από τον 11ο αιώνα και εντεύθεν. 

Εδώ πρέπει να τονιστεί το μεγάλο πρόβλημα που αποτελεί ο τρόπος, που είναι γραμμένη η χρονολογία. Στην επιγραφή γράφεται ως 1089, δηλαδή, με αραβικούς αριθμούς. Όμως, μέχρι την άλωση της Κωνστανινούπολης οι χρονολογίες γράφονταν με γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου και υπολογίζονταν από κτίσεως κόσμου και μόνο μετά την άλωση άρχισαν να υπολογίζονται τα έτη από την γέννηση του Χριστού –παράλληλα υπολογιζόταν η χρονολογία από κτίσεως κόσμου– γράφονταν, όμως, μέχρι τον 19ο αιώνα με ελληνικά γράμματα. Οπότε η συγκεκριμένη χρονολογία με αραβικούς αριθμούς και υπολογίζοντας το έτος μετά Χριστόν, είναι, σαφώς, μεταγενέστερη. 

Πρόκειται, προφανώς, για λάθος του χαράκτη της επιγραφής και, μάλλον, πρέπει να θεωρήσουμε ως σωστή την χρονολογία 1809 και όχι 1089. Βέβαια, έτσι, υπάρχει τεράστια διαφορά επτακοσίων ετών στη χρονολογία. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να υποστηρίξει, ότι η εν λόγω επιγραφή είναι, υποχρεωτικά, η κτιτορική, τη στιγμή που υπάρχει μεγάλη έλλειψη στοιχείων για την ιστορία της μονής. Κατά πάσα πιθανότητα η επιγραφή σώζει μια χρονολογία αναστήλωσής της. Ως πιθανό χρόνο ίδρυσής της μπορούμε να εκλάβουμε τον 11ο αιώνα, αιώνα ίδρυσης πολλών μονών στην Θράκη, χωρίς να αποκλείονται και οι αμέσως επόμενοι αιώνες. Εξάλλου, ο ίδιος ο Λαμπουσιάδης, που αναφέρει την θεωρία του 1089, στην περιγραφή της μονής τονίζει ότι πρόκειται για έργο όχι πολύ παλαιό. 

Η παλαιότερη αναφορά στην μονή υπάρχει από το 1691. Πρόκειται για επιγραφή προερχόμενη από τον ναό, που αναφέρεται στον μοναχό Ιουστίvο. Ο Ιουστίνος παρουσιάζεται ως κτήτορας της μονής, άνδρας ευλαβής, σοφός και καλός γνώστης της εκκλησιαστικής μουσικής. Η επιγραφή χαράχθηκε στην μνήμη του και αναφέρει την ημερομηνία του θανάτου του, 9 Μαρτίου 1691, οπότε η ανάκτιση της μονής έγινε τα προηγούμενα έτη και μπορούμε να την τοποθετήσουμε στο τελευταίο τρίτο του 17ου αιώνα. Αυτή είναι η δεύτερη φορά που κτίστηκε η μονή. 

Ακολούθησε και μια τρίτη. Στις αρχές του 19ου αιώνα η μονή λεηλατήθηκε και καταστράφηκε από τους Κιρτζαλήδες. Ο τότε μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Δωρόθεος Πρώιος (1813-1821) την ξαναέκτισε το 1815. Την εξέλιξη των γεγονότων την πληροφορούμαστε από ένα πρακτικό της μητροπόλεως, με ημερομηνία 3 Απριλίου 1815.
 
Ειδικότερα, ο Δωρόθεος, λίγο μετά την ανάρρησή του στον θρόνο της Αδριανουπόλεως, διαπίστωσε το χαμηλό μορφωτικό και πνευματικό επίπεδο των κατοίκων του Καζά του Τζιρμεvίου (Τσιρμέν). Θέλησε, λοιπόν, στα πλαίσια της ποιμαντικής του μέριμνας, να ανακαινίσει τη μονή της Λαμπούς και να την μετατρέψει σε κατοικία μοναχών και ιερομονάχων. Παράλληλα, μεριμνώντας και για την εκπαίδευση των ελληνοπαίδων, αποφάσισε να λειτουργήσει στη μονή ελληνικό σχολείο. Οι εργασίες αναστήλωσης ξεκίνησαν το 1814 και ολοκληρώθηκαν σ' ένα εξάμηνο. 

Ο Δωρόθεος κατανοώντας ότι ήταν αδύνατον να επιβλέπει τη μονή, λόγω του μεγέθους της μητροπόλεως και του φόρτου εργασίας, θεώρησε καλό, να την αφιερώσει σε κάποια μονή του Αγίου Όρους. Ύστερα από σκέψη με τους κληρικούς και τους Δημογέροντες της πολιτείας, αποφασίστηκε η μονή να προσηλωθεί στη μονή Ξηροποτάμου του Αγίου Όρους, χωρίς η μητρόπολη να χάσει τα δικαιώματά της επ' αυτής. Δηλαδή, η μονή Λαμπούς ετέθη υπό την εποπτεία της Ξηροποτάμου, χωρίς να αποτελέσει μετόχιό της. 

Ακολούθως, στο πρακτικό αναφερόταν η περιουσία της μονής, απαρτιζόμενη από 363 ζώα (πρόβατα, βοειδή και άλογα), διάφορα αργυρά σκεύη και μερικά αμπέλια, που όλα θα τελούσαν υπό την εποπτεία της Ξηροποτάμου. Οι Ξηροποταμινοί αποδέχθηκαν το χρέος της μονής, που ανερχόταν σε 18.078 γρόσια και υποχρεούνταν να μνημονεύουν το όνομα του εκάστοτε μητροπολίτη Αδριανουπόλεως, όταν μετέβαιναν στην μονή. Τέλος, όπως ίσχυε σε κάθε ενοριακή μονή, θα πλήρωναν κάθε χρόνο πεντακόσια γρόσια, ως εμβατοίκιο στην μητρόπολη και θα κάλυπταν τα έξοδα ενός διδασκάλου για τα παιδιά των γύρω χωριών. Για την διοίκηση της μονής ο Δωρόθεος τοποθέτησε ως πρώτο οικονόμο της, τον Αρχιδιάκονό του Μεθόδιο Κρήτα, τον Ξηροποταμινό. 

Σώζεται, όμως, αναφορά από κώδικα της ελληνικής κοινότητας Καρά-Μπάγ (Πετρωτά), όπου οι Δημογέροντες αποφάσισαν, το 1818, να παραδώσουν την ερημωμένη μονή Λαμπούς, στη μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους, για να ιδρυθεί ελληνικό σχολείο, επειδή τα παιδιά των γύρω περιοχών κινδύνευαν να εκσλαβισθούν. Απ' ό,τι φαίνεται ούτε αυτή η λύση ευοδώθηκε, με αποτέλεσμα το 1853 η μονή Λαμπούς να βρίσκεται στα χέρια κάποιου κοσμικού, που έδινε ένα ετήσιο ποσό στην μητρόπολη, οι κώδικες και τα έγγραφά της φυλάσσονταν στα αρχεία της Δημογεροντίας, ενώ καταβλήθηκε προσπάθεια να τακτοποιηθεί η διαχείρισή της. 

Μετά το σχίσμα η μονή Λαμπούς ήταν μια από τις έντεκα μονές που παρέμειναν στους Έλληνες. Σήμερα βρίσκεται εντός του βουλγαρικού εδάφους, ελάχιστα χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα. 

Η μονή αποτελούνταν από δύο μέρη: το προαύλιο, που ήταν ένας τετράγωνος χώρος, όπου βρίσκονταν όλοι οι βοηθητικοί χώροι της μονής, γινόταν το αλώνισμα και χρησιμοποιούνταν επ' ευκαιρία της πανηγύρεως της μονής. Το δεύτερος μέρος αποτελούσε το κυρίως τμήμα της μονής, όπου δέσποζε το Καθολικό των Αγίων Αποστόλων, Πέτρου και Παύλου. Το συγκρότημα της μονής περιβάλλει τείχος κατασκευασμένο από μαρμάρινα τεμάχια. Στην είσοδο του δευτέρου τμήματος της μονής διεκρίνετο εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα με τον περίφημο Θράκα Ήρωα, που λατρευόταν, κατά τα αρχαία χρόνια, σ' ολόκληρη την Θράκη. 

Το Καθολικό της μονής πρέπει να κτίστηκε για τελευταία φορά στις αρχές του 19ου αιώνα. Βέβαια, δεν υπάρχει κάποια επιγραφή, που να αναφέρει το έτος ανέγερσής του, όμως, ο τελευταίος "κτήτωρ" της μονής, όπως είδαμε, ήταν ο μητροπολίτης Δωρόθεος Πρώιος, το 1815. Σώζονται, όμως, κάποια κειμήλια από παλαιότερες περιόδους της μονής. Πρόκειται για δύο βημόθυρα, δύο μαρμάρινα κοσμήματα και επτά εικόνες: μία του Χριστού σε αρχιερατικό θρόνο, μια της Υπεραγίας Θεοτόκου, μία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, μία της Συνάξεως των Αρχαγγέλων, μία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μία του Αγίου Νικολάου και, στο υπερώωο, μία του Χριστού καθισμένου σε θρόνο. 

Γύρω από τον ναό βρίσκονταν τα κελλιά των μοναχών και τα δωμάτια για τους επισκέπτες – προσκυνητές της μονής. Σύμφωνα με επιγραφές τα δωμάτια αυτά κτίστηκαν με την συνδρομή συντεχνιών: το 1832, από το ρουφέτι των σιμιτσίδων και, αργότερα, από το ρουφέτι των μπαγτζίδων. Ακόμα, υπήρχαν και άλλοι βοηθητικοί χώροι, ενώ σώζεται πληροφορία, ότι παλαιότερα υφίστατο και δεύτερος όροφος, ο οποίος, όμως, αφέθηκε να καταστραφεί από την αδιαφορία των υπευθύνων της μονής. Σήμερα, η τύχη της αγνοείται.

Σ.τ.Ε. Από τη μονή έχει σωθεί μόνο το καθολικό της, το οποίο λειτουργεί ως ναός του βουλγαρικού χωριού Λαμπούχ (Ламбух).
 
Βιβλιογραφία
• Αδαμαντίου Αδαμάντιος, «Η παρά την Αδριανούπολην μονή της Λαμπούς - Επανόρθωσις χρονολογίας», Θρακικά 2 (1929) 251-252.














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου