Η Τραϊανούπολη ιδρύθηκε στις αρχές του 2ου αιώνα από τον αυτοκράτορα Τραϊανό (98 -117), στο πλαίσιο της επαρχιακής και αστικής πολιτικής του που απέβλεπε στην αστικοποίηση της Θράκης. Η πόλη χτίστηκε στη θέση αρχαίου θρακικού πολίσματος, σύμφωνα με το πρότυπο της ελληνικής «πόλης-κράτους» και την ελληνιστική μέθοδο του «συνοικισμού», που σήμαινε ότι στην ίδρυσή της είχαν συνεισφέρει δημογραφικά όλες οι θρακικές κώμες της γύρω περιοχής. Σύντομα η Τραϊανούπολη αναδείχτηκε σε μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Θράκης, γνωρίζοντας μάλιστα ιδιαίτερη ακμή επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού, την περίοδο της Τετραρχίας, ως πρωτεύουσα της επαρχίας Ροδόπης. Από τα σωζόμενα ερείπια, την επιφανειακή κεραμική και διάφορα άλλα ευρήματα (όπως π.χ. τάφοι) εξάγεται το συμπέρασμα ότι η πόλη, οχυρωμένη με τείχος στα υστερορωμαϊκά χρόνια, ήταν χτισμένη στη νότια πλαγιά του οχυρού λόφου του «Αγίου Γεωργίου» και εκτεινόταν νοτιοανατολικά ως το ρέμα «Τσάι», όπου τα σημερινά Λουτρά.
Η Τραϊανούπολη αποτέλεσε την πρωτεύουσα-μητρόπολη της επαρχίας Ροδόπης, η οποία υπήρξε μία από τις 6 επαρχίες κατά τη διοικητική διάρθρωση της Θράκης από τον Διοκλητιανό (οι επαρχίες της Θράκης ήταν: Ευρώπης, Ροδόπης, Αιμιμόντου, Θράκης, Κάτω μυσίας, Μικράς Σκυθίας). Τη διάρθρωση αυτή ακολούθησε και η Εκκλησία.
Πόλεις της επαρχίας αυτής ήταν η Αίνος, τα Κύμψαλα, η Τραϊανούπολη, η Μαρώνεια, η Μαξιμιανούπολη, η Τόπειρος και η Νικόπολη παρά τον Νέστο, οι οποίες αναδείχθηκαν σε αυτοτελείς επισκοπές με επίσκοπο, αν και δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς.
Η Τραϊανούπολη αναδείχθηκε σε εκκλησιαστικό κέντρο και σταδιακά υπήχθησαν σε αυτή οι υπόλοιπες επισκοπές.
Για πρώτη φορά που αποκαλείται ο επίσκοπος Τραϊανουπόλεως ως μητροποίτης, απαντάται κατά την εποχή του Ιωάννη Χρυσοστόμου, δηλ. περί το 400 μ.Χ. Κατά τα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 5ου αι. η Τραϊανούπολη αναγνωριζόταν εκκλησιαστικά ως μητρόπολη και είχε την 25 θέση σε σύνολο 28 μητροπόλεων που υπάγονταν στον Κωνσταντινουπόλεως.
Έτσι, στην επαρχία Ροδόπης υπήρχε ένας Μητροπολίτης, ο Τραϊανουπόλεως, και 6 επίσκοποι:
Αίνου
Κυμψάλων
Μαρωνείας
Μαξιμιανουπόλεως
Τοπείρου
Νικοπόλεως παρά τον Νέστο.
Μετά την Δ´ Οικουμενική Σύνοδο και κατά το διάστημα 451-459 έχουμε την πρώτη αποδυνάμωση της μητροπόλεως Τραϊανουπόλεως με την απόσπαση από αυτήν και την τιμητική ανακήρυξη σε αυτοκέφαλες αρχιεπισκοπές των επισκοπών Μαρωνείας και Μαξιμιανουπόλεως.
Η αποδυνάμωση και συρρίκνωση αυτή του Τραϊανουπόλεως συνεχίστηκε στα επόμενα 50 χρόνια με την ανακήρυξη σε αυτοκέφαλες αρχιεπισκοπές και των επισκοπών Νικοπόλεως και Κυμψάλων (518-536) αν και ταυτόχρονα έχουμε τον εμπλουτισμό της με την επισκοπή της Αναστασιουπόλεως.
Τέλος, μεταξύ 536-553, ανεξαρτητοποιήθηκε και η Αίνος που ανακηρύχθηκε και αυτή αρχιεπισκοπή.
Η διοικητική αυτή διάρθρωση φαίνεται ότι διατηρήθηκε για 270 περίπου χρόνια ήτοι μέχρι τα χρόνια του πατριάρχη Φωτίου (857-867 και 877-886).
Πολύ διαφωτιστική για τη γνώση της αναδιοργάνωσης που επήλθε κατά την πατριαρχία του Φωτίου υπήρξε η Σύνοδος του 879 όπου από τη μητρόπολη Τραϊανουπόλεως μαρτυρούνται να συμμετείχαν μαζί με τον μητροπολίτη, αντί των μέχρι τότε επισκόπων της Τοπείρου και της Αναστασιουπόλεως, οι επίσκοποι Διδυμοτείχου, Μάκρης, Μοσυνουπόλεως, Περιθεωρίου, Πόρων και Ξανθείας.
Από τις νεοεμφανισθείσες επισκοπές, οι επισκοπές Ξανθείας, Περιθεωρίου και Μοσυνουπόλεως είναι οι παλιές επισκοπές Τοπείρου και Αναστασιουπόλεως και η άλλοτε αρχιεπισκοπή Μαξιμιανουπόλεως αντίστοιχα, που απλώς προ της εποχής αυτής άλλαξαν ονομασία. Σε αυτές όμως προστέθηκαν και το Διδυμότειχο, η Μάκρη και οι Πόροι που για πρώτη φορά αναδείχθηκαν σε εκκλησιαστικά κέντρα της επαρχίας Ροδόπης.
Έτσι η μητρόπολη Τραϊανουπόλεως φαίνεται να διαλαμβάνει όλη σχεδόν τη σημερινή Ελληνική Θράκη πλην μιας παράκτιας περιοχής, που αποτελούσε την αρχιεπισκοπή Μαρωνείας, αλλά και μιας άλλης, στο σημερινό Νομό Ξάνθης, που με έδρα την επισκοπή Πολυστύλου, δηλ. τα αρχαία Άβδηρα, υπαγόταν στη μητρόπολη Φιλίππων.
Αυτή η εκκλησιαστική διάρθρωση της επαρχίας Ροδόπης φαίνεται ότι διατηρήθηκε μέχρι το 1189, δηλ. για 310 χρόνια. Τότε ανακηρύχθηκε η επισκοπή Διδυμοτείχου σε αρχιεπισκοπή με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της μητροπόλεως Τραϊανουπόλεως περαιτέρω.
Μετά τις αναστατώσεις και ερημώσεις κατά τους 13ο και 14ο αιώνες στην αυτοκρατορία και ιδιαίτερα στη Δυτική Θράκη, άλλαξε η εκκλησιαστική διάρθρωση με αποτέλεσμα να μείνει υπό τον Τραϊανουπόλεως μόνον η επισκοπή Μοσυνουπόλεως, στην οποία μάλιστα, μετά την ολοκληρωτική ερήμωση και κατάληψη της Τραϊανουπόλεως από τους Τούρκους (1347) μετέφερε για ένα διάστημα την έδρα του ο μητροπολίτης Τρααϊανουπόεως.
Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στο Βυζάντιο, η Τραϊανούπολη βρέθηκε στο επίκεντρο των συγκρούσεων. Μετά τη λήξη του πολέμου αυτού, η πόλη ερημώνεται οριστικά. Χαρακτηριστικά, ο ιστορικός του Καντακουζηνού αναφέρει: «εις Τραϊανούπολιν κατεσκαμμένην ούσαν εκ πολλών ετών (Ιωάννου του Καντακουζηνού Αποβασιλέως Ιστοριών Βιβλία Δ', Βιβλίον Γ´, ξζ´).
Μετά όμως από την κατάληψη και της Μοσυνουπόλεως από τους Τούρκους (1361-1362 ή 1364-1365), ο τελευταίος μητροπολίτης της Τραϊανουπόλεως κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη και έτσι έπαυσε να υφίσταται η μητρόπολη που επί χίλια χρόνια ήταν το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής τής υπό την Ροδόπη Θράκης.
Μετά τη μάχη του Ορμενίου (26 Σεπτεμβρίου 1371) και την σαρωτική επέλαση των Τούρκων στη Θράκη επήλθε νέα διευθέτηση της εκκλησιαστικής διοίκησης στην περιοχή. Έτσι η περιοχή μεταξύ Έβρου και Βιστονίδας λίμνης αποτέλεσαν τη μητρόπολη «Τραϊανουπόλεως ήτοι Μαρωνείας» με τον τίτλο του «Εξάρχου πάσης Ροδόπης», τίτλο που έφερε ο Τραϊανουπόλεως κατά τη βυζαντινή εποχή.
Μεταξύ 1619 και 1646 καταργήθηκε η μητρόπολη Μαρωνείας και Τραϊανουπόλεως, ενώ όταν ανασυστήθηκε, διατήρησε μόνον τον τίτλο Μαρωνείας, χωρίς καμία μνεία στην Τραϊανούπολη.
Ωστόσο, η ιστορική συνείδηση, θέλοντας να διατηρήσει στη μνήμη των χριστιανών της και μέσα στα δίσεκτα της Τουρκοκρατίας χρόνια, αλλά και να τιμήσει την άλλοτε «πάλαι ποτέ διαλάμψασαν» κατ᾽ εξοχήν και πρώτη μητρόπολη της περιοχής, δηλ. την Τραϊανούπολη, ζήτησε και έγινε δεκτό από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, να δίνεται τιμητικά ο τίτλος του Τραϊανουπόλεως σε κατά καιρούς βοηθούς-επισκόπους του Μαρωνείας (κατάσταση 1987).
Στη σημερινή κατάσταση ο τίτλος του Τραϊανουπόλεως συνοδεύει τον τίτλο του μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως (ΣτΣ).
(Το λήμμα προέρχεται κατά κύριο λόγο από το άρθρο του Γεωργαντζή Πέτρου, «Η εκκλησιαστική οργάνωση και διοίκηση της Δυτικής Θράκης κατά τη βυζαντινή εποχή)
Βιβλιογραφία:

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου